Περίληψη
Τις τελευταίες δεκαετίες, οι συνταγματικές ταυτότητες έχουν έρθει στο προσκήνιο τόσο της πολιτικής όσο και του δικαίου. Η ιδέα της κατοχύρωσης του σεβασμού της συνταγματικής ταυτότητας στο ανώτερο δυνατό επίπεδο έκανε την πρώτη εμφάνισή της στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση με την εκδοχή αυτής που υιοθετήθηκε από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992, προκειμένου σταδιακά να προσλάβει την πληρέστερα επεξεργασμένη μορφή της με τη Συνθήκη της Λισαβόνας του 2007. Τα ανώτατα δικαστήρια των κρατών μελών ακολούθησαν και άρχισαν να επικαλούνται τις συνταγματικές τους ταυτότητες σε μία προσπάθεια να υπεραμυνθούν εκείνων των ιδιόμορφων χαρακτηριστικών των εννόμων τους τάξεων απέναντι σε ανατρεπτικές αποφάσεις που προωθούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο πλαίσιο αυτών των παραδοχών, προσπάθησα σε όλη την έρευνα που πραγματοποιήθηκε για την παρούσα διατριβή να διαμορφώσω τις βάσεις για μια ολοκληρωμένη θεωρία δικαστικού ελέγχου της συνταγματικής ταυτότητας στο επίπεδο της Ένωσης που θα ήταν ικανή ν ...
Τις τελευταίες δεκαετίες, οι συνταγματικές ταυτότητες έχουν έρθει στο προσκήνιο τόσο της πολιτικής όσο και του δικαίου. Η ιδέα της κατοχύρωσης του σεβασμού της συνταγματικής ταυτότητας στο ανώτερο δυνατό επίπεδο έκανε την πρώτη εμφάνισή της στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση με την εκδοχή αυτής που υιοθετήθηκε από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992, προκειμένου σταδιακά να προσλάβει την πληρέστερα επεξεργασμένη μορφή της με τη Συνθήκη της Λισαβόνας του 2007. Τα ανώτατα δικαστήρια των κρατών μελών ακολούθησαν και άρχισαν να επικαλούνται τις συνταγματικές τους ταυτότητες σε μία προσπάθεια να υπεραμυνθούν εκείνων των ιδιόμορφων χαρακτηριστικών των εννόμων τους τάξεων απέναντι σε ανατρεπτικές αποφάσεις που προωθούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο πλαίσιο αυτών των παραδοχών, προσπάθησα σε όλη την έρευνα που πραγματοποιήθηκε για την παρούσα διατριβή να διαμορφώσω τις βάσεις για μια ολοκληρωμένη θεωρία δικαστικού ελέγχου της συνταγματικής ταυτότητας στο επίπεδο της Ένωσης που θα ήταν ικανή να επιλύσει τυχόν συνταγματικές διαφορές μεταξύ αυτής και των κρατών μελών της με επίκεντρο τη συνταγματική τους ταυτότητα.Κατ’ αρχάς, εξετάζω τη χρησιμότητα που μπορεί να υπηρετεί ο σεβασμός στις ταυτότητες και ιδιαίτερα στις συνταγματικές ταυτότητες στο πλαίσιο ομοσπονδιακών συνταγματικών μορφωμάτων, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, και στη συνέχεια μεταθέτω την ανάλυσή μου στο πώς μπορεί να ανευρεθεί το περιεχόμενο μίας τόσο αφηρημένης έννοιας όπως αυτή της συνταγματικής ταυτότητας. Η ανάλυσή μου ουσιαστικά χωρίζεται σε τρεις διακριτούς τομείς όπου υποστηρίζω ότι υπάρχουν στοιχεία της συνταγματικής ταυτότητας: στους δεσμούς που αναπτύσσει ένα σύνταγμα με το κοινωνικοπολιτικό του πλαίσιο και στους τρόπους με τους οποίους το σύνταγμα ερμηνεύεται και αναθεωρείται. Από αυτές τις πηγές αντλώ ένα σύνολο επιχειρημάτων που συνηγορούν κατά της μεταβολής του συνταγματικού status quo, τα οποία προερχόμενα από την ιστορική προέλευση, τις έννοιες και αρχές, καθώς και από τις προοπτικές βελτίωσης ενός συντάγματος, θεωρούμενα μέσα από το πρίσμα ενός συνεκτικού αφηγήματος, προσδίδουν στο σύνταγμα τη δυνατότητα συνεχιζόμενης νομιμοποίησής του και ένα μοναδικό αποτύπωμα ταυτότητας. Το τελευταίο κεφάλαιο της διατριβής είναι αφιερωμένο σε ένα πεδίο που έχω ξεχωρίσει ως πιθανό πεδίο σύγκρουσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελληνικής συνταγματικής ταυτότητας: Η θρησκεία στο δημόσιο χώρο. Η ιδιωτικοποίηση της θρησκείας, μέσω μιας σαφούς οριοθέτησης της δημόσιας από την ιδιωτική σφαίρα, είναι μόνο ένας δυνατός τρόπος επίλυσης των διαφορών που τυχόν ανακύπτουν από την αντιπαράθεση του δικαίου με τη θρησκεία, σίγουρα όμως ένας τρόπος άκρως περιοριστικός. Το να αφήνουμε ελάχιστα έως καθόλου περιθώρια ελιγμών στα κράτη μέλη (συμπεριλαμβανομένης, όπως υποστηρίζω, της Ελλάδας) που μπορεί να βλέπουν τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο, πιθανότατα παραβιάζει το καθήκον της Ευρωπαϊκής Ένωσης να σέβεται τη συνταγματική τους ταυτότητα. Η διατριβή ολοκληρώνεται με μια αισιόδοξη πρόταση, ότι ο σεβασμός της συνταγματικής ταυτότητας των κρατών μελών τόσο στον τομέα του δικαίου και της θρησκείας όσο και σε άλλους ευαίσθητους τομείς, σε αντίθεση με τη συνήθη νομική υπόθεση, δεν θέτει σε κίνδυνο τη συνεπή και ομοιόμορφη εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Ενωσιακού δικαίου· αντίθετα, όπως προτείνω, το προφυλάσσει από τον κατακερματισμό επικυρώνοντας ένα μηχανισμό δυνατής παρέκκλισης μεν, οριοθετημένης δε.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Over the last couple of decades, constitutional identities have gained momentum, not only in politics, but also in law. The idea of raising identity respect to a foundational level made its debut appearance by way of a provision in the Treaty on European Union in the version put into force by the 1992 Treaty of Maastricht to receive its most elaborate formulation by the 2007 Treaty of Lisbon. The Member States’ supreme courts followed suit and started appealing to their constitutional identities in an effort to defend what they idiosyncratically perceived as their deepest jurisprudential sensitivities against intrusive policies advanced by the European Union. It is against these background assumptions that I have struggled throughout the entire research done for the present thesis to come up with a comprehensive theory of judicial identity review at the level of the European Union that could be powerful enough to settle any identity disputes between the EU and the Member States. Before ...
Over the last couple of decades, constitutional identities have gained momentum, not only in politics, but also in law. The idea of raising identity respect to a foundational level made its debut appearance by way of a provision in the Treaty on European Union in the version put into force by the 1992 Treaty of Maastricht to receive its most elaborate formulation by the 2007 Treaty of Lisbon. The Member States’ supreme courts followed suit and started appealing to their constitutional identities in an effort to defend what they idiosyncratically perceived as their deepest jurisprudential sensitivities against intrusive policies advanced by the European Union. It is against these background assumptions that I have struggled throughout the entire research done for the present thesis to come up with a comprehensive theory of judicial identity review at the level of the European Union that could be powerful enough to settle any identity disputes between the EU and the Member States. Before I do that, I first reflect on the values served by paying respect to identities and particularly constitutional identities within federal constitutional settings such as the EU’s in the first place, and then I shift my analysis on how such an abstract conceptualization as a constitution’s identity can be discovered and treated in actual policy making. My analysis is essentially divided into three distinguishable areas where species of a constitution’s identity can be found: Constitutional affiliations, constitutional interpretations, and constitutional amendments. These sources offer valuable insights about why there are strong reasons against constitutional change drawn from a constitution’s origins, concepts, and aspirations, seen through the prism of a narrative, all of whom lend a constitution its continuing legitimacy as well as an imprint of identity. The final Chapter of the thesis is devoted to a field I have singled out as a potential battleground between the EU and Greece’s constitutional identity: Religion in the public square. Privatization of religion, by way of a clear delineation between a public and a private sphere, is only one way of settling any disputes that arise in law-and-religion controversies, and certainly a narrow one. Leaving little if any room for maneuver for these Member States (including, at least allegedly, Greece) who see things differently is probably in breach of the EU’s duty to respect their constitutional identities. I conclude with a proposition that respecting the Member States’ constitutional identities in the law-and-religion as well as other sensitive fields is, perhaps contrary to standard constitutional thinking, not endangering the EU law’s consistent application; rather, it guards against fragmentation by sanctioning a mechanism of bounded differentiation and variation.
περισσότερα