Περίληψη
Αντικείμενο της διδακτορικής διατριβής αποτελεί η εκκλησιαστική λιθογλυπτική στα Επτάνησα κατά την περίοδο 16ος - 19ος αι./αρχές 20ου αι., δηλαδή ολόκληρο το διάστημα της δυτικής κυριαρχίας και κυρίως της Βενετοκρατίας. Περιοχή μελέτης αποτελούν ουσιαστικά τα τέσσερα μεγάλα νησιά, η Κεφαλονιά, η Κέρκυρα, η Ζάκυνθος και η Λευκάδα, καθώς και η Ιθάκη και οι Παξοί που ανέκαθεν λειτουργούσαν ως δορυφόροι. Ανεξαρτήτως διοικητικής διαίρεσης εξαιρέθηκαν τα Κύθηρα, τα οποία για ιστορικούς λόγους αποκλίνουν από την πολιτισμική πορεία των Επτανήσων. Η έρευνα εστιάζει στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και στη γλυπτική ειδικότερα, μια δημόσια τέχνη που εμφανίζει έντονες δυτικές επιρροές, οι οποίες αφομοιώθηκαν δημιουργικά με το τοπικό στοιχείο, ως προϊόν όμως επιλογής των ορθόδοξων Επτανησίων και όχι ως μέσο επιβολής της βενετικής εξουσίας όπως συμβαίνει με τα κοσμικά κτίρια ή τους καθολικούς ναούς. Φαίνεται μάλιστα ότι η ιδιότυπη καλλιτεχνική πορεία των Επτανήσων σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα εκφ ...
Αντικείμενο της διδακτορικής διατριβής αποτελεί η εκκλησιαστική λιθογλυπτική στα Επτάνησα κατά την περίοδο 16ος - 19ος αι./αρχές 20ου αι., δηλαδή ολόκληρο το διάστημα της δυτικής κυριαρχίας και κυρίως της Βενετοκρατίας. Περιοχή μελέτης αποτελούν ουσιαστικά τα τέσσερα μεγάλα νησιά, η Κεφαλονιά, η Κέρκυρα, η Ζάκυνθος και η Λευκάδα, καθώς και η Ιθάκη και οι Παξοί που ανέκαθεν λειτουργούσαν ως δορυφόροι. Ανεξαρτήτως διοικητικής διαίρεσης εξαιρέθηκαν τα Κύθηρα, τα οποία για ιστορικούς λόγους αποκλίνουν από την πολιτισμική πορεία των Επτανήσων. Η έρευνα εστιάζει στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και στη γλυπτική ειδικότερα, μια δημόσια τέχνη που εμφανίζει έντονες δυτικές επιρροές, οι οποίες αφομοιώθηκαν δημιουργικά με το τοπικό στοιχείο, ως προϊόν όμως επιλογής των ορθόδοξων Επτανησίων και όχι ως μέσο επιβολής της βενετικής εξουσίας όπως συμβαίνει με τα κοσμικά κτίρια ή τους καθολικούς ναούς. Φαίνεται μάλιστα ότι η ιδιότυπη καλλιτεχνική πορεία των Επτανήσων σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα εκφράζεται με ιδιαίτερη έμφαση στη θρησκευτική τέχνη, δεδομένου ότι η πίστη των κατοίκων, όπως βιώνεται μέσα από τα αντίστοιχα έργα, λειτουργούσε ως μέτρο εθνικής συνείδησης και ελληνικότητας. Στην παρούσα εργασία επιχειρείται μια γενική θεώρηση της εκκλησιαστικής γλυπτικής στα Επτάνησα και ανιχνεύεται η προσφορά και ο ρόλος της στην αρχιτεκτονική και στην τέχνη της περιόδου γενικότερα. Το θέμα δεν περιορίζεται στη γλυπτική αλλά αφορά σύνθετα αρχιτεκτονικά έργα με γλυπτό διάκοσμο, τα οποία έχουν σαφή εξέλιξη, δηλαδή: α. ο διάκοσμος των όψεων, κυρίως με τη μορφή πλαισιώσεων και ο κυρίαρχος ρόλος του δημιουργία αρχιτεκτονικής, β. τα καμπαναριά, ιδίως τα ανεξάρτητα επίπεδα, ως αυτοτελή γλυπτικά έργα, γ. τα τέμπλα και δ. τα ορθόδοξα προσκυνητάρια καθώς και τα καθολικά αλτάρια ως πρότυπό τους. Η σύγχρονη έρευνα έχει στραφεί κυρίως στην κατεύθυνση της αρχιτεκτονικής και της ζωγραφικής των επτανησιακών ναών. Αντίθετα, για τη γλυπτική απαντούν διάσπαρτες μόνο αναφορές, σε συνάρτηση συνήθως με την αρχιτεκτονική, δυσανάλογες με το σωζόμενο υλικό. Έτσι, βασικό κεφάλαιο της έρευνας αποτέλεσαν ο εντοπισμός, η συστηματική καταγραφή και η τεκμηρίωση των έργων γλυπτικής. Με δεδομένη άλλωστε τη σεισμογένεια της περιοχής και τις μαζικές καταστροφές μνημείων, που έχουν κατά καιρούς προκληθεί, η δημιουργία ενός αρχειακού υλικού φαίνεται να είναι ιδιαίτερα κρίσιμη. Παράλληλα, εντοπίστηκαν οι βιβλιογραφικές πηγές και έγινε έρευνα στα αρχεία των νησιών, μέσα από την οποία πραγματοποιήθηκαν αλληλοσυσχετισμοί με τα διαθέσιμα σχέδια, τις άδειες και τα συμβόλαια. Για την καταγραφή και την τεκμηρίωση ακολουθήθηκε η εξής μεθοδολογία: Συντάχθηκε κατάλογος των ναών με έργα γλυπτικής βάσει της βιβλιογραφίας και κυρίως ενός συστηματικού οδοιπορικού στα νησιά. Kατά τη διάρκεια ταξιδιών καταγράφηκαν 285 ναοί, εκ των οποίων συμπεριλήφθηκαν στον κατάλογο οι 217 και 654 έργα γλυπτικής. Στην πλειονότητά τους οι ναοί ήταν κλειδωμένοι με εξαίρεση κυρίως τους κεντρικούς κάθε πόλης, ενώ αρκετοί βρίσκονταν σε δυσπρόσιτα σημεία. Σημειώνεται επίσης η δυσπιστία πολλών εκκλησιαστικών παραγόντων και ντόπιων που δυσχέραιναν και σε κάποιες περιπτώσεις, ευτυχώς λίγες, εμπόδισαν την πρόσβαση στους ναούς. Για τους σκοπούς της καταγραφής συμπληρώθηκαν αναλυτικά δύο τύποι δελτίων: ένα γενικό για την αρχιτεκτονική των ναών και ένα ειδικό για κάθε έργο γλυπτικής χωριστά. Στο πλαίσιο της τεκμηρίωσης έγινε συστηματική ψηφιακή φωτογράφηση, ενώ για την κατανόηση και τεκμηρίωση διαφόρων τυπολογικών και κατασκευαστικών ζητημάτων πραγματοποιήθηκαν επιλεκτικά αποτυπώσεις, με τη χρήση τοπογραφικού σταθμού διασφαλίζοντας έτσι μεγάλο βαθμό ακρίβειας. Τέλος, πολλά στοιχεία προέκυψαν από προφορικές μαρτυρίες ιερέων και άλλων τοπικών παραγόντων, καθώς και τη μελέτη των βιβλίων των ναών. Κύριοι στόχοι της έρευνας ήταν: α) Η καταγραφή και παρουσίαση του υλικού, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είναι αδημοσίευτο. β) Η τυπολογική και μορφολογική προσέγγιση των έργων. γ) Η κατάταξη των έργων με αφετηρία τα χρονολογημένα και τον συσχετισμό των τυπολογικών, μορφολογικών και κατασκευαστικών χαρακτηριστικών τους, προκειμένου να αποτυπωθεί η δημιουργία και η εξέλιξη του τοπικού ιδιώματος. δ) Η εξέταση της καλλιτεχνικής παραγωγής σε σχέση με τους παράγοντες και τις συνθήκες δημιουργίας της. δ) Η ανίχνευση των οδών επιρροής και ο συσχετισμός με τη δυτική τέχνη, έτσι ώστε να προσδιοριστούν τα πρότυπα, οι μεταλλάξεις από την μητροπολιτική στην αποικιακή τέχνη, καθώς και ο συσχετισμός με την υπόλοιπη Ελλάδα. ε) Η δημιουργία ενός υπόβαθρου για την μελλοντική έρευνα, τεκμηρίωση και αποκατάσταση των μνημείων. […]
περισσότερα