Περίληψη
Η παρούσα μελέτη αποτελεί την πρώτη προσπάθεια για την έμμεση ολικήκαταμέτρηση των τσακαλιών, τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας τηςεφαρμοσθείσας μεθόδου καταμέτρησης καθώς και τη μελέτη στοιχείων τηςοικολογίας του είδους στην Ελλάδα.Από τη σύγκριση των εξωτερικών μορφολογικών χαρακτηριστικών του είδουςδεν φαίνεται να υπάρχει σαφής διαχωρισμός ή ομαδοποίηση ανάμεσα σε 4 ευρωπαϊκάδείγματα που ανήκουν στο ίδιο υποείδος (από Ελλάδα, Ουγγαρία, Ρουμανία καιΣερβία) και στο δείγμα από Ισραήλ που ανήκει σε διαφορετικό υποείδος ενώ ο νόμοςτου Bergmann δεν επαληθεύεται. Φυλετικός διμορφισμός εμφανίζεται σε 3 χώρες τηςΝΑ Ευρώπης.Η σημαντική μείωση του πληθυσμού των τσακαλιών στην Ελλάδα από τηδεκαετία ’70 έως τα τέλη της δεκαετίας ’90 είναι αντίθετη με την αύξηση πουπαρουσιάζεται στην Κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια.Η μέθοδος καταμέτρησης – παρακολούθησης εφαρμόζεται για πρώτη φοράστο είδος.Αρχικά έγινε εντοπισμός των πιθανών περιοχών παρουσίας τσακαλιών απόπληροφορίες – συνεντεύξεις με υπαλλήλου ...
Η παρούσα μελέτη αποτελεί την πρώτη προσπάθεια για την έμμεση ολικήκαταμέτρηση των τσακαλιών, τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας τηςεφαρμοσθείσας μεθόδου καταμέτρησης καθώς και τη μελέτη στοιχείων τηςοικολογίας του είδους στην Ελλάδα.Από τη σύγκριση των εξωτερικών μορφολογικών χαρακτηριστικών του είδουςδεν φαίνεται να υπάρχει σαφής διαχωρισμός ή ομαδοποίηση ανάμεσα σε 4 ευρωπαϊκάδείγματα που ανήκουν στο ίδιο υποείδος (από Ελλάδα, Ουγγαρία, Ρουμανία καιΣερβία) και στο δείγμα από Ισραήλ που ανήκει σε διαφορετικό υποείδος ενώ ο νόμοςτου Bergmann δεν επαληθεύεται. Φυλετικός διμορφισμός εμφανίζεται σε 3 χώρες τηςΝΑ Ευρώπης.Η σημαντική μείωση του πληθυσμού των τσακαλιών στην Ελλάδα από τηδεκαετία ’70 έως τα τέλη της δεκαετίας ’90 είναι αντίθετη με την αύξηση πουπαρουσιάζεται στην Κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια.Η μέθοδος καταμέτρησης – παρακολούθησης εφαρμόζεται για πρώτη φοράστο είδος.Αρχικά έγινε εντοπισμός των πιθανών περιοχών παρουσίας τσακαλιών απόπληροφορίες – συνεντεύξεις με υπαλλήλους τοπικών υπηρεσιών και κατοίκους σεόλη τη χώρα και μετά έγινε καταμέτρηση των οικογενειακών ομάδων του είδους. Ημέθοδος καταμέτρησης που εφαρμόσθηκε είναι η ακουστική που περιλαμβάνει τηναναμετάδοση της φωνής του ζώου από μαγνητοφωνημένα ουρλιαχτά με κατάλληλησυσκευή (wildlife caller) ώστε να εντοπίζονται οι θέσεις των ομάδων τσακαλιών. Ημέθοδος καταμέτρησης αποδείχθηκε αποτελεσματική για την ανίχνευση ομάδωντσακαλιών που διατηρούν ζωτικούς χώρους αλλά όχι αποτελεσματική για τονεντοπισμό νεαρών περιπλανώμενων και μοναχικών ατόμων.Με την μέθοδο αυτή εντοπίζεται ο ελάχιστος αριθμός θέσεων των ζωτικώνχώρων των ομάδων τσακαλιών στην περιοχή μελέτης.Από τους 264 δειγματοληπτικούς σταθμούς που ελέγχθηκαν σε όλη τη χώραυπήρξε θετική ανταπόκριση στους 131 (50%).Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι και οι πληθυσμοί και η περιοχήκατανομής του τσακαλιού στην Ελλάδα έχουν μειωθεί σημαντικά κατά τη διάρκειατων τελευταίων 30-40 χρόνων. Το τσακάλι έχει εξαφανιστεί από την κεντρική καιδυτική Ελλάδα και περιορίζεται σε ασυνεχείς, απομονωμένες νησίδες πληθυσμώνστην Πελοπόννησο, τη Φωκίδα, τη Σάμο, τη Χαλκιδική και τη βορειοανατολικήΕλλάδα. Η μείωση ήταν πιο έντονη στη νότια Ελλάδα, η οποία ήταν η κύρια περιοχήτης κατανομής των τσακαλιών την δεκαετία του ‘70. Σημαντική ανάκαμψη του πληθυσμού του είδους παρατηρείται τα τελευταία 5-10 χρόνια σε όλη την κατανομήτου με περισσότερο έντονη τάση στη ΒΑ Ελλάδα. Το ελάχιστο μέγεθος τουπληθυσμού τσακαλιών στην Ελλάδα υπολογίστηκε την περίοδο της μελέτης σε 152-170 διαφορετικές ομάδες. Ο μεγαλύτερος πληθυσμός βρέθηκε στην περιοχή Νέστου– Βιστωνίδας στη ΒΑ Ελλάδα. Τα τσακάλια εντοπίζονται στη μεσογειακή ζώνη σευψόμετρα μέχρι και 300μ. συνήθως, ενώ στην Πελοπόννησο το είδος παρατηρήθηκεμέχρι και 1000μ. Στη βόρεια Ελλάδα το είδος βρέθηκε σε περιοχές με υψόμετρο κάτωαπό 250μ. Οι υψηλότερες πυκνότητες πληθυσμών τσακαλιών βρέθηκαν γύρω απόυγροτόπους μέχρι 10μ. υψόμετρο. Περιοχές παρουσίας των τσακαλιών ήταναγροοικοσυστήματα με διάσπαρτους οικισμούς που χαρακτηρίζονταν από μωσαϊκόκαλλιεργειών μικρής έκτασης εναλλασσομένων από πυκνή βλάστηση. Οι ομάδεςτσακαλιών βρέθηκαν κοντά σε οικισμούς. Ο ανταγωνισμός με συγγενικά σαρκοφάγαφαίνεται να είναι έντονος. Οι ομάδες λύκων αποκλείουν την εγκατάσταση τσακαλιών στις περιοχές τους, ενώ περιοχές με πυκνό πληθυσμό τσακαλιών αποκλείουν τιςαλεπούδες.Η ραδιοπαρακολούθηση 5 τσακαλιών στις περιοχές Μόρνου – Φωκίδας καιΑνατολικής Σάμου διήρκεσε από 2 έως 13 μήνες. Στις ίδιες περιοχές έγινεσυστηματική καταγραφή όλων των ομάδων τσακαλιών με την ακουστική μέθοδο, μεγραμμικές νυχτερινές καταγραφές με τη βοήθεια προβολέων καθώς και τυχαίεςκαταγραφές. Η ένταση χρήσης και η έκταση των ζωτικών χώρων των τσακαλιώνδιέφέραν σημαντικά ανάμεσα στις εποχές του χρόνου για το ίδιο ζώο, χωρίς κάποιαιδιαίτερη ομοιόμορφη εποχικότητα ή μεγάλες διαφορές στο μήκος των μετακινήσεωνεκτός από ζώα που είναι σε διασπορά. Η δραστηριότητα για την ανεύρεση τροφήςπεριορίστηκε τις νυχτερινές ώρες σε ανοικτές κυρίως περιοχές, με μεγάλη συχνότηταπαρουσίας κοντά σε ανθρώπινες εγκαταστάσεις κυρίως κτηνοτροφικές μονάδες. Ηδιαθεσιμότητα και η κατανομή των ημερησίων καταφυγίων θα μπορούσαν πιθανώςνα καθορίσουν τον αριθμό οικογενειακών ομάδων και επομένως την αφθονία τωντσακαλιών σε ανθρωποποιημένα αγροοικοσυστήματαΟι πυκνότητες πληθυσμού που παρατηρήθηκαν ήταν παρόμοιες με αυτές στιςάγονες περιοχές της Ινδίας αλλά μικρότερες από αυτές στο ΕΠ Σερεγκέτι τηςΤανζανίας .. Οι τροφικές συνήθειες των τσακαλιών μελετήθηκαν σε Σάμο, Μόρνο καιΝέστο με ανάλυση περιττωμάτων κατά συχνότητα και βιομάζα κατανάλωσης. Ταδείγματα ήταν 127 για Σάμο και Μόρνο και συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια 16 μηνών.Στο Νέστο συλλέχθηκαν 70 δείγματα ενήλικων και 95 νεαρών τσακαλιών τηνπερίοδο Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου. Σε όλες τις περιοχές οι συχνότητες των τροφικώνπηγών δείχνουν ότι οι πιο κοινές τροφές ήταν θηλαστικά και πουλιά. Αν και οισυχνότητες του φυτικού υλικού και των εντόμων ήταν αρκετά υψηλές, η συμβολήτους στη βιομάζα ήταν χαμηλή. Το μεγαλύτερο μέρος της βιομάζας πουκαταναλώθηκε από τα ενήλικα κυρίως τσακάλια αποτελείτο από κατοικίδιαθηλαστικά. Αυτό αποκαλύπτει τη σημασία αυτού του είδους τροφής για τακαιροσκοπικά τσακάλια σε ανθρωπογενή οικοσυστήματα. Τα ανήλικα ζώα στονΝέστο κατανάλωσαν επίσης μεγάλο ποσοστό πτηνών. Το ποσοστό των άγριωνοπληφόρων ήταν πολύ μεγαλύτερο στο Νέστο, πράγμα αναμενόμενο από τηδιαθεσιμότητα της τροφικής αυτής πηγής στην περιοχή. Το ποσοστό των μικρώνθηλαστικών στη διατροφή των τσακαλιών σε όλες τις περιοχές μελέτης, ήταν πολύχαμηλό ενώ βρέθηκαν ελάχιστα ίχνη φυτικού υλικού και ανθρώπινων απορριμμάτων.Η ποικιλία στη διατροφή των τσακαλιών στο Νέστο ήταν πολύ υψηλότερη λόγω της μεγαλύτερης βιοποικιλότητας στην περιοχή αυτή. Η σύγκριση με παρόμοιες μελέτεςστη ΝΑ Ευρώπη δείχνει ότι το είδος εκμεταλλεύεται τροφές ανθρωπογενούςπροέλευσης μεγάλης θρεπτικής αξίας με εύκολη πρόσβαση. Από τα αποτελέσματαπροκύπτει μια πολύ ευέλικτη με καιροσκοπικές συνήθειες διατροφή. Τασυμπεράσματα υποστηρίζουν την καιροσκοπική φύση του τσακαλιού, ενός είδουςικανού να εκμεταλλεύεται οποιαδήποτε εύκολα προσβάσιμη πηγή τροφής που στηνπερίπτωση της ΝΑ Ευρώπης είναι ανθρωπογενούς προελεύσεως. Η διαθεσιμότηταοργανικών απορριμμάτων αποτελεί το σημαντικότερο παράγοντα για την αύξηση,εξάπλωση και διασπορά των πληθυσμών του είδους.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The present study constitutes the first effort for the indirect total populationcensus of jackals in Greece, as well as the study of the species’ ecology in thetemperate zone.The survey method was applied for the first time for jackals internationallyand it was tested for its effectiveness.The body size alone does not give any clear division between 4 Europeansamples belonging to the same subspecies (Greece, Serbia, Romania, Hungary) andthe sample from Israel which belong to a different subspecies. Also from the findingsseems that Bergmann Rule is not evaluated. Sexual dimorphism in body size wasobserved in SE European jackals.The dramatic decline of the golden jackal population in Greece from the '70suntil '90 was opposite to the population expansion that happened the same period inCentral Europe and the Balkans.All the locations with recent indication of jackal presence were surveyed atselected calling stations, and minimum population estimates were recorded.Afterwards the count of a ...
The present study constitutes the first effort for the indirect total populationcensus of jackals in Greece, as well as the study of the species’ ecology in thetemperate zone.The survey method was applied for the first time for jackals internationallyand it was tested for its effectiveness.The body size alone does not give any clear division between 4 Europeansamples belonging to the same subspecies (Greece, Serbia, Romania, Hungary) andthe sample from Israel which belong to a different subspecies. Also from the findingsseems that Bergmann Rule is not evaluated. Sexual dimorphism in body size wasobserved in SE European jackals.The dramatic decline of the golden jackal population in Greece from the '70suntil '90 was opposite to the population expansion that happened the same period inCentral Europe and the Balkans.All the locations with recent indication of jackal presence were surveyed atselected calling stations, and minimum population estimates were recorded.Afterwards the count of all jackal family groups took place. The applied acousticcensus method includes broadcasted jackal howls, which were used to survey thestatus of the golden jackal in Greece. With this method the minimum number ofterritorial jackal groups was recorded.Out of 264 sampling stations that were surveyed all over the country thejackals responded positively in 131 (50%).The results of the survey show that both populations and distribution area ofthe golden jackal in Greece have been declining steadily during the last four decades.The golden jackal was extirpated from Central and Western Greece and is currentlyconfined in discontinuous, isolated population clusters in the Peloponnese, Fokida,Samos isl., Halkidiki and north-eastern Greece. The reduction was more pronouncedin southern Greece, which used to be the jackal’s stronghold in the sevties. However,important population and range expantion was observed in the past 5-10 years, a trendmore pronounced in norteastern Greece. The minimum size of the jackal population inGreece was estimated during the survey at 152-170 different territorial groups. Thelargest population cluster was found in the Nestos – Vistonida area, NE Greece. Insouthern Greece, the jackal is found in the Mediterranean maquis zone at altitudesbelow 600m asl. Some individuals were observed up to 1000m asl., but wereconsidered exceptional. The jackal groups were located usually in areas below 300masl., while in the Peloponnese there were cases of jackal presence at 1000 m. Innorthern Greece the species was found in areas less than 250 m., while the highest densities of jackal populations were found around wetlands up to 10 m asl. Jackalgroups were found near human settlements. Competition with other canid speciesseems to be quite intense. The wolf packs prevented the establishment of jackalgroups in their territories, while locations with dense jackal populations excludedfoxes.The survey method proved effective for the detection of established jackalgroups but less so for the location of young dispersing and solitary individuals.Five jackals were radio tracked in Fokida – Mornos and eastern Samos insouthern Greece for 2 to 13 months. Additionally all the jackal groups in the studyareas were intensively monitored with fixed calling stations, spotlight surveys andspontaneous observations. The jackals were using low altitude agro-ecosystems with widespread small settlements and farm houses characterized by small cultivations anda dense thicket vegetation mosaic. The seasonal home ranges of the 3 jackals thatwere radiotracked for more than 11 months, were significantly different betweenseasons for the same animal, without any particular uniformity on seasonaldifferences. Also the length between successive radiolocations were different betweenseasons but without any special pattern for the 3 study animals. Larger succrssivemovements were observed for dispersing animals. They foraged at night at allavailable habitat types but they clearly preferred open areas and often approachedlivestock pens without causing damage to livestock. They used dense Mediterraneanscrub, reed- bramble thickets or dense tall cultivations like maize as daytime refuges.The availability and distribution of such thickly vegetated areas could probablydetermine the number of family groups and therefore the abundance of the jackals inhuman dominated landscapes The observed home ranges were similar to the jackalranges found in the Ethiopian highlands and the Indian Bhal region. The populationdensities were similar with those in the arid regions of India but smaller than thosefrom the Serengeti NP in Tanzania..The dietary habits of jackals were studied in Samos, Mornos and Nestos areaswith scat analysis for frequency and biomass of consumption. The analyzed scatsamples were: 127 for Samos and Mornos and were collected during 16 months. 70 samples from adults and 95 from young jackals in Nestos in the periodbetween November and December.In all the study areas the frequencies of trophic items show that the mostcommon food categories were mammals and birds. Even though the frequencies ofplant material and insects were high enough, their contribution to the biomass waslow. Most of the biomass consumed by the jackals is mainly composed of domesticmammals. The sub-adult animals in Nestos consumed also large amount of birds. Thisreveals the importance of availability of domestic animal carcasses for theopportunistic jackals in anthropogenic Mediterranean ecosystems. The percentage ofwild ungulate consumption was much higher in Nestos, something that was expectedfrom the high availability of this food source in the region. The percentage of smallmammals in the diet of jackals in all the study areas was very low. Very few traces ofplant material and human litter were found. The variety of the jackal diet in Nestoswas much higher than that of other areas, because of the higher biodiversity in thislocality. The comparison with similar studies in SE Europe and Israel clearly showsthe dependence of the species on easily available and highly nutritional food of anthropogenic origin. These results show very flexible and opportunistic dietaryhabits which were verified in all the studies in human dominated landscapes fromIndia to SE Europe. The conclusions of the study support the opportunistic nature ofthe species which is capable to exploit any easily available food source mostly ofanthropogenic origin. The availability and abundance of this type of food supply isgreatly influencing the distribution and abundance of the species
περισσότερα