Περίληψη
Εισαγωγή: Οι αγγειοειδείς ταινίες είναι αποτιτανωμένες ρήξεις της μεμβράνης του Bruch. Η σοβαρότερη επιπλοκή των αγγειοειδών ταινιών είναι η ανάπτυξη χοριοειδικής νεοαγγείωσης της ωχράς κηλίδας, με σχηματισμό αμφιβληστροειδικής ουλής και μη αναστρέψιμη απώλεια της όρασης. Η τρέχουσα θεραπεία εκλογής είναι ενδοϋαλοειδικές εγχύσεις αντιαγγειογενετικών παραγόντων. Όλες οι δημοσιευμένες μελέτες αφορούν μικρές σειρές ασθενών, που περιλαμβάνουν «παρθένους» θεραπευτικά οφθαλμούς και ασθενείς που είχαν προηγηθεί άλλες θεραπείες. Δεν υπάρχει δημοσίευση που να συγκρίνει τα αποτελέσματα θεραπείας μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου έτους, δηλαδή σε ποιο βαθμό συνεχίζεται η βελτίωση της οπτικής οξύτητας κατά το δεύτερο έτος θεραπείας. Σκοπός: Η παρούσα μελέτη σχεδιάσθηκε με κύριο σκοπό να συγκρίνει τα αποτελέσματα της θεραπείας με αντιαγγειογενετικούς παράγοντες μεταξύ πρώτου και δεύτερου έτους θεραπείας σε «παρθένους» θεραπευτικά οφθαλμούς. Ασθενείς και Μέθοδοι: Η παρούσα ανοικτή, προοπτική μελέτη ...
Εισαγωγή: Οι αγγειοειδείς ταινίες είναι αποτιτανωμένες ρήξεις της μεμβράνης του Bruch. Η σοβαρότερη επιπλοκή των αγγειοειδών ταινιών είναι η ανάπτυξη χοριοειδικής νεοαγγείωσης της ωχράς κηλίδας, με σχηματισμό αμφιβληστροειδικής ουλής και μη αναστρέψιμη απώλεια της όρασης. Η τρέχουσα θεραπεία εκλογής είναι ενδοϋαλοειδικές εγχύσεις αντιαγγειογενετικών παραγόντων. Όλες οι δημοσιευμένες μελέτες αφορούν μικρές σειρές ασθενών, που περιλαμβάνουν «παρθένους» θεραπευτικά οφθαλμούς και ασθενείς που είχαν προηγηθεί άλλες θεραπείες. Δεν υπάρχει δημοσίευση που να συγκρίνει τα αποτελέσματα θεραπείας μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου έτους, δηλαδή σε ποιο βαθμό συνεχίζεται η βελτίωση της οπτικής οξύτητας κατά το δεύτερο έτος θεραπείας. Σκοπός: Η παρούσα μελέτη σχεδιάσθηκε με κύριο σκοπό να συγκρίνει τα αποτελέσματα της θεραπείας με αντιαγγειογενετικούς παράγοντες μεταξύ πρώτου και δεύτερου έτους θεραπείας σε «παρθένους» θεραπευτικά οφθαλμούς. Ασθενείς και Μέθοδοι: Η παρούσα ανοικτή, προοπτική μελέτη περιέλαβε 20 οφθαλμούς 19 διαδοχικών ασθενών που ολοκλήρωσαν θεραπεία και παρακολούθηση για 24 μήνες. Αποτελέσματα: Κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους θεραπείας 15 (75%) οφθαλμοί υποβλήθηκαν σε 7, 4 (20%) οφθαλμοί σε 8 και ένας (5%) οφθαλμός σε 10 ενδοϋαλοειδικές εγχύσεις. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου έτους θεραπείας 15 (75%) οφθαλμοί υποβλήθηκαν σε 2, 4 (20%) οφθαλμοί σε 1 και ένας (5%) οφθαλμός σε 5 ενδοϋαλοειδικές εγχύσεις. Συγκριτικά με την προ θεραπείας μέτρηση, στο τέλος του πρώτου έτους διαπιστώθηκε μείωση του μέγιστου πάχους αλλοίωσης (382±96 μm vs 287±87μm, αντίστοιχα, pair-T=4,73, p<0,001). Στο τέλος του δεύτερου έτους θεραπείας η μείωση του μέγιστου πάχους αλλοίωσης ήταν επίσης σημαντική (382±96 μm vs 322±98 μm, αντίστοιχα, pair-T=6,44, p<0,001, αντίστοιχα). Δεν υπήρχε όμως στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου έτους παρακολούθησης (pair-T=1,55, p=0,14). Η προ θεραπείας καλύτερη μέση (mean) διορθούμενη οπτική οξύτητα στους 20 οφθαλμούς ήταν 0,75±0,26, στο τέλος του πρώτου έτους ήταν 0,42±0,26 και στο τέλος του δεύτερου έτους ήταν 0,44±0,22. Οι μεταβολές της προ θεραπείας καλύτερης διορθούμενης οπτικής οξύτητας ήταν στατιστικά σημαντικές στο πρώτο και το δεύτερο χρόνο παρακολούθησης (t=4,74, p<0,001 και t=4,94, p<0,001 αντίστοιχα). Αντίθετα, δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά της καλύτερης διορθούμενης οπτικής οξύτητας μεταξύ πρώτου και δεύτερου έτους παρακολούθησης (t=0,72, p=0,48). Ειδικότερα, στο 75% και στο 80% των οφθαλμών βελτιώθηκε η καλύτερη διορθούμενη οπτική οξύτητα τουλάχιστον κατά 0,2 LogMAR στο τέλος του πρώτου και δεύτερου έτους παρακολούθησης, αντίστοιχα. Αντίθετα, δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά στη καλύτερα διορθούμενη οπτική οξύτητα μεταξύ πρώτου και δεύτερου έτους παρακολούθησης (x2=0,18, DF=2, p=0,92), όπου στο 85% των οφθαλμών η οπτική οξύτητα ήταν αμετάβλητη. Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης έδειξαν για πρώτη φορά ότι οι ενδοϋαλοειδικές εγχύσεις ranibizumab σε «παρθένους» θεραπευτικά οφθαλμούς με χοριοειδική νεοαγγείωση της ωχράς κηλίδας σε έδαφος αγγειοειδών ταινιών έχει ως αποτέλεσμα τη βελτίωση της οπτικής οξύτητας στο πρώτο έτος θεραπείας, η οποία διατηρείται στην πλειονότητα των οφθαλμών κατά το δεύτερο έτος θεραπείας και παρακολούθησης.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Introduction: Macular choroidal neovascularization (CNV) is the most serious complication of Angioid streaks (AS). It has a poor natural course usually resulting in central visual loss. Treatment of CNV in patients with AS with laser photocoagulation, photodynamic therapy and submacular surgery were not effective. Intravitreal injections of vascular endothelial growth factor (anti-VEGF) drugs is currently the most effective treatment. However, published case series report on the final effect of anti-VEGF therapy on the best corrected visual acuity (BCVA). No one study has compared the functional outcomes, i.e., BCVA, by the end of the first and second year of therapy. Purpose: The aim of our study was to compare 12 and 24-month results of intravitreal ranibizumab therapy in the management of choroidal neovascularization (CNV) secondary to angioid steaks (ST). This could be of clinical importance helping us planning optimal dosing strategies. Design: 24-month prospective, open-label, in ...
Introduction: Macular choroidal neovascularization (CNV) is the most serious complication of Angioid streaks (AS). It has a poor natural course usually resulting in central visual loss. Treatment of CNV in patients with AS with laser photocoagulation, photodynamic therapy and submacular surgery were not effective. Intravitreal injections of vascular endothelial growth factor (anti-VEGF) drugs is currently the most effective treatment. However, published case series report on the final effect of anti-VEGF therapy on the best corrected visual acuity (BCVA). No one study has compared the functional outcomes, i.e., BCVA, by the end of the first and second year of therapy. Purpose: The aim of our study was to compare 12 and 24-month results of intravitreal ranibizumab therapy in the management of choroidal neovascularization (CNV) secondary to angioid steaks (ST). This could be of clinical importance helping us planning optimal dosing strategies. Design: 24-month prospective, open-label, interventional clinical study. Methods: Over a 7-year period, a consecutive series of treatment-naive eyes with macular CNV due to AS were treated with intravitreal ranibizumab (0.5 mg). The main outcome measure was changes in best-corrected visual acuity (BCVA) at 12 and 24 months as compared to baseline. Results: Twenty eyes completed 24-month therapy and regular follow up. Each eye received a median of 7 (7-10) and 2 (1-5) injections during the first and the second year, respectively. BCVA was improved at 12 (0.42±0.26 logMAR) and 24 months (0.44±0.22 logMAR) as compared to baseline (0.75±0.26 logMAR) (p<0.001), but did not change between the 12 and 24-month follow up (p=0.48). BCVA was improved in 15 (75%) and 16 (80%) of the eyes, but in 4 (20%) and 3 (15%) remain unchanged (p=0.92) at 12 and 24 months, respectively. Central retinal thickness was reduced at 12 (287±87 μm) and 24 months (322±98 μm) as compared to baseline (382±96 μm) (p<0.001), but did not change between the 12 and 24-month (p=0.14). No injection or drug-related side-effects were observed. Conclusion: Our 24-month prospective study have clearly shown that intravitreal injections of ranibizumab in patients with macular CNV secondary to AS improves visual acuity during the first year and stabilizes it during the second year of therapy. We can postulate that it is mostly the treatment during the first year that leads to functional and anatomical improvement while, during the second year, treatment mainly preserves the first-year results.
περισσότερα