Περίληψη
Τα υδρογεωλογικά και τα υδροχημικά χαρακτηριστικά του υδροφόρου ορίζοντα της περιοχής των Μεσογείων αποτελούν το στόχο της παρούσας έρευνας. Εκπονήθηκε στα πλαίσια Διδακτορικής διατριβής την περίοδο 2007-2012 στο εργαστήριο του Τομέα Δυναμικής Τεκτονικής Εφαρμοσμένης Γεωλογίας στο Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η ποιότητα των υπόγειων νερών καρστικής και προσχωματικής υδροφορίας της λεκάνης των Μεσογείων έχει υποβαθμιστεί κυρίως εξαιτίας των έντονων ανθρωπογενών δραστηριοτήτων που οδήγησαν στην αύξηση των συγκεντρώσεων διάφορων ιόντων, όπως τα νιτρικά ιόντα και ιχνοστοιχεία (το χρώμιο, ο ψευδάργυρος, το κάδμιο και ο μόλυβδος). H διείσδυση της θάλασσας στην περιοχή αποτελεί επίσης σημαντική πηγή αυξημένων συγκεντρώσεων ιόντων όπως Cl-, Na+, SO4 2- κλπ. Η κυκλοφορία των υπόγειων νερών στην περιοχή έρευνας γίνεται κυρίως μέσω ασυνεχειών των διαφόρων σχηματισμών. Είτε μέσα στα ανθρακικά πετρώματα - μάρμαρα και δολομίτες του καρστικού συστήματος - είτε μέσα σ ...
Τα υδρογεωλογικά και τα υδροχημικά χαρακτηριστικά του υδροφόρου ορίζοντα της περιοχής των Μεσογείων αποτελούν το στόχο της παρούσας έρευνας. Εκπονήθηκε στα πλαίσια Διδακτορικής διατριβής την περίοδο 2007-2012 στο εργαστήριο του Τομέα Δυναμικής Τεκτονικής Εφαρμοσμένης Γεωλογίας στο Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η ποιότητα των υπόγειων νερών καρστικής και προσχωματικής υδροφορίας της λεκάνης των Μεσογείων έχει υποβαθμιστεί κυρίως εξαιτίας των έντονων ανθρωπογενών δραστηριοτήτων που οδήγησαν στην αύξηση των συγκεντρώσεων διάφορων ιόντων, όπως τα νιτρικά ιόντα και ιχνοστοιχεία (το χρώμιο, ο ψευδάργυρος, το κάδμιο και ο μόλυβδος). H διείσδυση της θάλασσας στην περιοχή αποτελεί επίσης σημαντική πηγή αυξημένων συγκεντρώσεων ιόντων όπως Cl-, Na+, SO4 2- κλπ. Η κυκλοφορία των υπόγειων νερών στην περιοχή έρευνας γίνεται κυρίως μέσω ασυνεχειών των διαφόρων σχηματισμών. Είτε μέσα στα ανθρακικά πετρώματα - μάρμαρα και δολομίτες του καρστικού συστήματος - είτε μέσα στα συστήματα των σχιστόλιθων και στους μαρμαραϊκούς ασβεστολίθους στα μεταλπικά ιζήματα. Στα πλαίσια της παρούσας έρευνας, έγιναν δειγματοληψίες από υπόγεια και επιφανειακά νερά. Από τα υπόγεια νερά, επιλέχθηκαν 268 σημεία δειγματοληψίας (136 γεωτρήσεις και 132 πηγάδια), και μια πηγή (Λομπάρδας), ενώ από τα επιφανειακά νερά έγιναν δειγματοληψίες από 7 σημεία κατά μήκος του υδρογραφικού δικτύου, από το Αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος μέχρι τη περιοχή της Βραυρώνας. Επίσης πραγματοποιήθηκαν και άλλες δειγματοληψίες από επιφανειακά νερά του εθνικού οδικού δικτύου (Αττική Οδός) κατά τη διάρκεια των βροχοπτώσεων. Στα δείγματα από τις γεωτρήσεις και τα πηγάδια εκτελέστηκαν επί τόπου μετρήσεις pH, ηλεκτρικής αγωγιμότητας και θερμοκρασίας νερού, και στο εργαστήριο οι χημικές αναλύσεις των υπόλοιπων χημικών στοιχείων. Μελετήθηκαν δεκαέξι (16) υδροχημικές παράμετροι: pH, EC (ηλεκτρική αγωγιμότητα), Τ (oC) (θερμοκρασία νερού), Ca2+, Mg2+, Na+, K+, Cl-, NO3 -, NO2 -, SO4 2-, HCO3 2-, Feολ, Mn2+, Zn2+ και Cr (ολικό και εξασθενές). Στα δείγματα από υδρορεύματα έγιναν επίσης επί τόπου μετρήσεις pH, ηλεκτρικής αγωγιμότητας και θερμοκρασίας νερού, και στο εργαστήριο οι χημικές αναλύσεις των παρακάτω χημικών στοιχείων. Μελετήθηκαν ένδεκα (11) υδροχημικές παράμετροι: pH, EC, Cl-, NO3 -, NO2 -, NH4 +, NH3, PO4 3-, Zn2+, Pb2+ και Crολ. Στα δείγματα από το οδικό δίκτυο, έγιναν στο εργαστήριο οι έξης αναλύσεις, Crολ, Zn2+, Pb2+και Cd2+. Ο φρεάτιος υδροφόρος της περιοχής έρευνας μπορεί να διαχωριστεί σε 4 επί μέρους υδροφόρους. Ο πρώτος στην περιοχή Κορωπίου - Μαρκόπουλου, ο δεύτερος στην περιοχή Καλυβίων, ο τρίτος στην περιοχή Κουβαράς - Κερατέας και ο τέταρτος στην περιοχή Αγ. Δημητρίου. Η τροφοδοσία τους γίνεται είτε άμεσα από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα είτε έμμεσα από νερά που συγκεντρώνονται και διαχέονται από το υδρογραφικό δίκτυο κατά την περίοδο των βροχοπτώσεων. Ο υδροφόρος της περιοχής Κορωπίου - Μαρκόπουλου αποτελεί τον πιο σημαντικό διότι περιλαμβάνει όλο το κεντρικό τμήμα της λεκάνης των Μεσογείων, όπου το πάχος των μεταλπικών ιζημάτων ξεπερνάει τα 100 μέτρα, κάτι που σημαίνει και μεγάλο υδραυλικό φορτίο. Η τροφοδοσία του γίνεται από τις βροχοπτώσεις, από τα κορρήματα της ανατολικής πλευράς του Υμηττού, από επιφανειακά νερά που συγκεντρώνονται περιμετρικά της λεκάνης, και από μη-στεγανούς βόθρους των κατοικιών και βιομηχανικών μονάδων. Οι καρστικοί υδροφόροι της περιοχής έρευνας αναπτύσσονται μέσα σε ανθρακικά πετρώματα που βρίσκονται σε υδραυλική επικοινωνία μεταξύ τους, σχηματίζοντας ένα ενιαίο καρστικό υδροφόρο ορίζοντα σε όλη την ευρύτερη περιοχή.
περισσότερα