Περίληψη
Ο τίτλος «Η Αναζήτηση του Χαμένου Κόπου», χάρις στη λογοτεχνική υφή του, επιτρέπει εκ
προοιμίου την υποψία ότι το περιεχόμενο του Α΄ Μέρους, ακόμη και αν είναι αφηγηματικό,
δεν αποτελεί επιχείρηση κατάκτησης της ιστορικής γνώσης των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών.
Αν αυτή η άρνηση συνδυαστεί με την πρόταση ανάκτησης του χαμένου κόπου, που υπό τον τίτλο «Η
Μέθοδος» συνιστά το Β΄ Μέρος, τότε την υποψία διαδέχεται η υπόδειξη να εκληφθεί το σύνολο της
παρούσης εργασίας ως κατάφαση, σε μια εποπτεία της σχεδιαστικής πρακτικής με αναθεωρητική
διάθεση. Έτσι, μετά την ανάγνωση Α΄ και Β΄ Μέρους, μια επιγραμματική και συναιρετική ερμηνεία
των δύο τίτλων και μερών μπορεί να είναι κάπως έτσι: Ο χαμένος κόπος ανανήπτει από τη νεκρωτική
απόρριψη, και ανακτώμενος προσφέρει μια προοπτική διεξόδου σε αγωνίες των σχεδιαστηρίων.
Βέβαια η αναθεωρητική διάθεση δεν εξαντλείται στην επανεκτίμηση κερδισμένων και χαμένων, αλλά
έχει βαθύτερες ρίζες και απώτερους στόχους. Η αναζήτηση του χαμένου κόπου και η ...
Ο τίτλος «Η Αναζήτηση του Χαμένου Κόπου», χάρις στη λογοτεχνική υφή του, επιτρέπει εκ
προοιμίου την υποψία ότι το περιεχόμενο του Α΄ Μέρους, ακόμη και αν είναι αφηγηματικό,
δεν αποτελεί επιχείρηση κατάκτησης της ιστορικής γνώσης των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών.
Αν αυτή η άρνηση συνδυαστεί με την πρόταση ανάκτησης του χαμένου κόπου, που υπό τον τίτλο «Η
Μέθοδος» συνιστά το Β΄ Μέρος, τότε την υποψία διαδέχεται η υπόδειξη να εκληφθεί το σύνολο της
παρούσης εργασίας ως κατάφαση, σε μια εποπτεία της σχεδιαστικής πρακτικής με αναθεωρητική
διάθεση. Έτσι, μετά την ανάγνωση Α΄ και Β΄ Μέρους, μια επιγραμματική και συναιρετική ερμηνεία
των δύο τίτλων και μερών μπορεί να είναι κάπως έτσι: Ο χαμένος κόπος ανανήπτει από τη νεκρωτική
απόρριψη, και ανακτώμενος προσφέρει μια προοπτική διεξόδου σε αγωνίες των σχεδιαστηρίων.
Βέβαια η αναθεωρητική διάθεση δεν εξαντλείται στην επανεκτίμηση κερδισμένων και χαμένων, αλλά
έχει βαθύτερες ρίζες και απώτερους στόχους. Η αναζήτηση του χαμένου κόπου και η ανάκτησή του ως
Μέθοδος θα ήταν άσκοπες χωρίς ένα κίνητρο προσωπικής ανησυχίας για τις δυνατότητες και τις
ευθύνες του σχεδιαστηρίου. Η ανησυχία αυτή πηγάζει από επαγγελματικές εμπειρίες του απλού
αρχιτέκτονα και από παρατηρήσεις για τις επιδόσεις της σύγχρονης αρχιτεκτονικής σκηνής. Ως εξής:
Η αρχιτεκτονική πρακτική επιδιώκοντας ιδανικά σχέδια υπέρβασης των μορφολογικών μειονεξιών του
φυσικού χώρου ρέπει προς την ουτοπία. Για μια τέχνη αναμόρφωσης του κόσμου –έστω της πλευράς
του που λέγεται κτισμένο περιβάλλον- τούτο φαίνεται ως αυτονόητο καθήκον. Ωστόσο αυτή η
αποστολή ενίοτε σκιάζεται από αδικαιολόγητες υστερήσεις στην πρόσληψη της πραγματικότητας,
καλυπτόμενες από την τυφλωτική αυτοπεποίθηση των αρχιτεκτόνων στην ικανότητά τους «να κάνουν
αυτό που γνωρίζουν καλώς να κάνουν». Πρόκειται για το φαινόμενο του διαχρονικού πειρασμού της
ταυτολογίας των «κλειστών κριτηρίων αξίας», της αδιάπτωτης δηλαδή ισχύος αυτοτροφοδοτούμενων
οραμάτων επιτυχίας όπως εκείνα που καλλιεργούν τα επιτεύγματα της πρώτης διαγωνιστικής τάξης -
και καλλιεργούνται απ’ αυτά. Η διολίσθηση στην αρχιτεκτονική ουτοπία είναι μεν ζωογόνος για τις
μορφολογικές εξελίξεις μπορεί όμως να γίνει καταστροφική για την κοινωνική συνείδηση της
αρχιτεκτονικής. Για παράδειγμα πολλοί καταγγέλλουν τη σύγχρονη υπερβολή στις επιδόσεις των
αισθητικών πειραματισμών ως εκτροπή της αρχιτεκτονικής από τον ιστορικό ρόλο της να υπηρετεί
κοινωνικές προτεραιότητες –όπως η στεγαστική αποκατάσταση ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού, η
βιωσιμότητα του οικοσυστήματος κλπ. Η δυσφορία αυτή μπορεί να θεωρηθεί μέρος γενικότερης
κριτικής για το πώς ερμηνεύονται οι λεγόμενες ανάγκες των χρηστών, είτε είναι δημόσιοι φορείς, είτε
μεγαλόσχημοι μαικήνες, είτε ενδεείς άνθρωποι και κοινότητες. Βέβαια, η ρητορική των ευαίσθητων
αρχιτεκτόνων όχι μόνο δεν αρνήθηκε κάποτε τις ευθύνες πολιτικού ρόλου, αλλά πολλάκις με θέρμη
τον υιοθέτησε, συνυφαίνοντας στην ίδια στοχοθεσία την κοινωνική ανόρθωση με την εντυπωσιακή
αισθητική. Ωστόσο ενίοτε εδώ αποκαλύπτεται εξοργιστική υποκρισία, όταν δηλαδή καταφανώς τα
λόγια αφίστανται των έργων. Γι’ αυτό όσοι σοβαρά αναζητούν κοινωνικά ερείσματα για την
αρχιτεκτονική, ανέκαθεν εκφράζονται καλλίτερα με μια κανονιστική ηθική, που εξειδικεύεται σε
κατευθυντήριες προδιαγραφές του σχεδίου. Για παράδειγμα από παλιά οι ανάγκες των μη
προνομιούχων, αφού διυλίζονταν από ερευνητικές αναγνώσεις, διατυπώνονταν ως μετρήσιμες
απαιτήσεις και οδηγίες –πχ σταθερότυπα- ενώ πιο πρόσφατα οι διάφοροι περιβαλλοντικοί στόχοι –
592
εξοικονόμηση ενέργειας, οικολογικό αποτύπωμα των κατασκευών κλπ- ομοίως μεταφράζονται σε
μετρήσιμα δεδομένα και αντίστοιχες προδιαγραφές, και ούτω καθεξής. Απ’ αυτή την άποψη ο δεσμός
που θα συνέδεε σταθερά τους αρχιτέκτονες με την αδυσώπητη πραγματικότητα του κόσμου έχει βρεθεί
σε κάποιου είδους μεθοδολογικό εξοπλισμό του σχεδιαστηρίου, και επομένως η μέθοδος έχει γίνει το
όργανο ανάσχεσης της ποιητικής αυθαιρεσίας.
Αναμφίβολα έχουν προταθεί και μέθοδοι σχεδιασμού που στοχεύουν αποκλειστικά στην αισθητική
αναρρίχηση, ωστόσο επειδή στις τάξεις των αρχιτεκτόνων το είδος των χαρισματικών δημιουργών με
την πηγαία σχεδιαστική επιδεξιότητα ακμάζει πάντα και παρέχει επαρκείς ποσότητες προτύπων προς
μίμηση, το ενδιαφέρον επίτευγμα των μεθόδων βρίσκεται στην αντίθετη κατεύθυνση. Οι μέθοδοι
σχεδιασμού ήταν και είναι πολύ χρήσιμες σ’ εκείνους που έχουν μετριασμένη αυτοπεποίθηση –για το
ταλέντο τους- διότι τους δείχνουν το δρόμο των ελαχίστων απαιτήσεων μιας αποδεκτής πρότασης,
όπως επίσης είναι χρήσιμες και στους παραγγελιοδότες που μπορούν έτσι να ελπίζουν με σχετική
ασφάλεια σε αξιόπιστες λύσεις των προβλημάτων τους. Ωστόσο καθώς αυτές οι μέθοδοι έχουν την
τάση να επεκτείνουν τη ισχύ τους σε κάθε θέμα και για κάθε αρχιτέκτονα, προκαλούν ανησυχία στους
άλλους που καυχώνται για την δημιουργική τους δεινότητα και προτιμούν να βασίζονται στις δυνάμεις
τους όπως και στις μακραίωνες αρχιτεκτονικές παραδόσεις περί μορφολογικής επινοητικότητας, για
την επίλυση των προβλημάτων που τους τίθενται.
Έτσι η εσχάτη ανησυχία, ότι η μεθοδολογική θωράκιση μπορεί να πνίξει την δημιουργική ελευθερία,
εμφανίζεται προφανώς στους αντίποδες της πρώτης, η οποία ισχυρίζεται ότι η αποχαλίνωση της
μορφολογικής επιτήδευσης μπορεί να καταστείλει κοινωνικές ευθύνες της αρχιτεκτονικής.
Αυτός ο αμφίπλευρος προβληματισμός, περί της ποιητικής και περί της ηθικής του σχεδίου,
περιγράφει μεν τα χαρακτηριστικά της Mεθόδου, αλλά καθιστά αντιφατική την επίκλησή της. Διότι
σύμφωνα με τα παραπάνω, μια μέθοδος επαρκής για αρχιτέκτονες θα πρέπει να υποστηρίζει το
σχεδιασμό με τυπικά κατοχυρωμένες τεχνικές κοινωνικής και ιστορικής εγρήγορσης, και ταυτόχρονα
να τον ωθεί στην ανακάλυψη πρωτοφανών μορφών που θα χαρίσουν στην κοινωνία και την ιστορία
νέες εμπειρίες έξοχου χώρου. Έτσι με την αντιφατικότητά της αυτή η απαίτηση θέτει ένα απλό
ερώτημα: Πώς συμβιβάζονται οι αυθεντικές ποιητικές δυνάμεις με καθοδηγητικές νόρμες; Και κατ’
επέκταση, με ποίο τρόπο η πηγαία δημιουργικότητα που παράγει υπέροχη αρχιτεκτονική είναι δυνατό
να διατηρείται ακμαία μολονότι αποδέχεται μεθοδολογικές συνεισφορές που ισχυρίζονται ότι με
κανόνες εξασφαλίζουν ορθές λύσεις στα σχεδιαστικά προβλήματα;
Αυτά τα ερωτήματα είναι παρεμφερή με το, πώς μια αυτοδύναμη πηγή αξιών είναι δυνατό να
επηρεάζεται από αλλότριες σταθερές αξίες. Τούτο όμως κατά σύμπτωση αποτελεί θεμελιώδες ερώτημα
των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών. Το διατύπωσα στην Εισαγωγή ως εξής: Είναι άραγε οι διαγωνισμοί
επιλογή-με-δεδομένη-κριτηριολογία, ή αντίθετα αποτελούν παραγωγή νέων αξιών;
Έτσι οι διαγωνισμοί γίνονται ενδιαφέρον αντικείμενο για μια έρευνα περί μεθόδου στην
αρχιτεκτονική.
Βέβαια η υποψία για τη σχέση των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών με το αίτημα της μεθόδου
μπορεί να ανακύψει αβίαστα σε όσους μελετούν αυτό το είδος ανάθεσης αρχιτεκτονικού έργου, διότι
πηγάζει απ’ την κοινή παρατήρηση ότι οι διαγωνισμοί επιζητούν μεν την γνήσια και πρωτότυπη
593
αρχιτεκτονική πρόταση που υπερέχει, αλλά την επιζητούν μέσω ενός κανονιστικού πλαισίου επιλογής.
Απ’ αυτό το σημείο δεν βρίσκεται μακριά η υπόθεση ότι αν οι διαγωνισμοί καταφέρνουν επιτυχώς τη
σύζευξη ποιητικής και κανόνων, τότε υπάρχουν ελπίδες μεθοδολογικής ανασυγκρότησης της
αρχιτεκτονικής.
Βασικές προϋποθέσεις προς τούτο είναι να διευκρινιστεί το αν και πώς η κατά τον διαγωνισμό επιλογή
διενεργείται υπό κάποια δεδομένη κριτηριολογία, και το αν και πώς παράγει νέες αξίες. Αν αυτές οι
προϋποθέσεις εκπληρώνονται τότε το πρόβλημα της μεθόδου-στην-αρχιτεκτονική αντιμετωπίζεται,
εμμέσως μεν, αλλά με ελπίδα ευνόητης επίλυσης –όχι δηλαδή με την καθολική απευθείας αναζήτηση
των πηγών και των όρων της αρχιτεκτονικής δημιουργικότητας, αλλά από κείνες τις πηγές και όρους
αρχιτεκτονικής δημιουργικότητας που ενδημούν στην πλευρά των διαγωνισμών, και ως εκ τούτου
προσφέρονται στην έρευνα σε μεγαλύτερο πλούτο και με βελτιωμένη προσβασιμότητα.
Γι’ αυτό αποτέλεσε υποχρέωση της παρούσας έρευνας το να ελέγξει τους παραπάνω ισχυρισμούς
αναζητώντας απαντήσεις σε γεγονότα της αρχιτεκτονικής δράσης που ξεχωρίζουν μέσα στις χαώδεις
περιπέτειες του έπους των διαγωνισμών, όπως σε σπαράγματα αυτό ‘απαγγέλλεται’ στο Α΄ Μέρος, στα
διάσπαρτα επεισόδια εκείνης της ιστορίας που δεν έχει ακόμη γραφεί ούτε αποτιμηθεί κατά το μέγεθος
των επιτευγμάτων της.
Από τους Διαγωνισμούς στη Μέθοδο
Στην αφήγηση του Α΄ Μέρους φαίνεται ότι η διαγωνιστική πρακτική είναι προσανατολισμένη
και ιεραρχημένη. Επειδή οι διαγωνισμοί αποτελούν μέσο ανάθεσης αρχιτεκτονικού έργου εγκαθιδρύουν
μια σχέση μεταξύ πελατών της αρχιτεκτονικής και αρχιτεκτόνων, όπου εκπορεύονται από τους
πρώτους και επιδρούν στους δεύτερους. Είδαμε ότι, όταν η ανάγκη των εργοδοτών για καινοτομία και
νομιμότητα απωθεί τις ήδη γνωστές λύσεις και διαδικασίες, τότε οι κύριοι των έργων αποφασίζουν να
γίνουν αγωνοθέτες, ώστε να αποκτήσουν την τύποις-και-ουσία άξια αρχιτεκτονική. Αυτή η κίνηση
φαίνεται ανατρεπτική για κατεστημένους τρόπους και συνήθειες, όμως η ιστορία δείχνει ότι το
αγωνοθετικό αίτημα αναστάτωνε περισσότερο τους αρχιτέκτονες παρά τα πολιτικά ήθη των δημοσίων
αναθέσεων. Το πέρασμα από την εποχή της ‘απορίας περί της αξίας’ -όπου πρυτάνευε η αγωνοθετική
αυθαιρεσία- στη σύγχρονη εποχή της ‘μεθοδευμένης οικοδόμησης της αξίας’ ήταν πολυκύμαντο και
περιλάμβανε τη ‘διεκδίκηση καθορισμού της αξίας’, την ‘αμφισβήτηση της αξίας’ και τον ‘αγώνα για
τον έλεγχο της αξίας’, μέχρι να οδηγήσει στην θεσμοθέτηση και την υπαγωγή του συστήματος των
διαγωνισμών υπό τον έλεγχο της κοινότητας των αρχιτεκτόνων. Στο μεταξύ οι διαγωνισμοί είχαν
συμβάλλει τα μέγιστα στη συγκρότηση του επαγγέλματος –με τη θεσμική συνεισφορά των ακαδημιών
και με την ίδρυση των επαγγελματικών ενώσεων- και είχαν προσφέρει σπουδαίες υπηρεσίες στις
εξελίξεις εκσυγχρονισμού της αρχιτεκτονικής. Βέβαια η σχέση αρχιτέκτονα και αγωνοθέτη ποτέ δεν
εξομαλύνθηκε πλήρως, ούτε στα νεότερα χρόνια –αφού την ‘εμπιστοσύνη στην αξία’ διαδέχεται η
‘απώλεια ελέγχου της αξίας’- παρά μόνο μια ισορροπία επιτεύχθηκε, που απεικονίζεται σ’ ένα
υπόδειγμα ‘μεθοδευμένης οικοδόμησης της αξίας’. Εντούτοις αυτό το τελευταίο είναι μεγάλο
επίτευγμα διότι κατακυρώνει οριστικά στους διαγωνισμούς τη ζηλευτή ιδιότητα ανάδειξης της
αρχιτεκτονικής υπεροχής, έστω και με επιφυλάξεις. Τα αγωνοθετικά ζητούμενα, οι προκηρύξεις και οι
594
κανονισμοί αναμφίβολα αντανακλούν ένα σύνταγμα αξιακής αναφοράς με απαράβλεπτη καθοδηγητική
ισχύ για κάθε αρχιτέκτονα που επιδιώκει διακρίσεις. Πράγματι, στο Β΄ Μέρος, στα βήματα 1 έως 5,
αναλύθηκε εκτενώς η κριτηριολογική δράση του διαγωνισμού και περιγράφηκε η λειτουργία της
επιλογής που βασίζεται στην θέσπιση κριτηρίων. Όμως στα ίδια βήματα και κυρίως στο 6ο, η πορεία
από τις αμφισημίες των ζητουμένων έως τις μετά-την-ετυμηγορία αμφισβητήσεις της επιλογής δείχνει
ότι ο αξιολογικός μηχανισμός είναι ανησυχητικά περίπλοκος, ασταθής, και ακατάστατα νοθευμένος.
Το συμπέρασμα αυτό είναι αναπόφευκτο, καθώς οι αφηγήσεις του Α΄ Μέρους όχι μόνο δεν επιτρέπουν
να αποδίδεται στους αγωνοθέτες απόλυτη εξουσία επί των κριτηρίων, αλλά απεναντίας δείχνουν ότι
στη διαγωνιστική πράξη το ερώτημα της αξίας διοχετεύεται εθελοντικά από τους κυρίους των έργων,
στους αρχιτέκτονες. Σ’ αυτή την παραχώρηση το ερώτημα της αξίας αποκτά άλλες διαστάσεις, και
αποκαλύπτει το διαγωνισμό ως κάτι περισσότερο από διαδικασία ανάθεσης έργου: Ως λίκνο της
αρχιτεκτονικής δημιουργικότητας.
περισσότερα