Περίληψη
Σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν η έρευνα της ευεργετικής μοναξιάς στη μέση και ύστερη παιδική ηλικία. Μέχρι σήμερα, όπως δείχνει η ανασκόπηση της σχετικής διεθνούς βιβλιογραφίας, έχει ερευνηθεί κυρίως η επώδυνη μοναξιά, ενώ η εμπειρία της εποικοδομητικής, δημιουργικής μοναξιάς στα παιδιά έχει ερευνηθεί ελάχιστα. Για τις ανάγκες της αξιολόγησης της ευεργετικής μοναξιάς, απαραίτητο ήταν να κατασκευασθεί η Κλίμακα Ευεργετικής Μοναξιάς των Παιδιών. Για τo σκοπό αυτόν, αρχικά διεξήχθησαν τρεις πιλοτικές έρευνες: οι δύο πρώτες, στις οποίες έγιναν συνεντεύξεις, προσπόρισαν υλικό για τη διατύπωση των ερωτημάτων της κλίμακας. Από μια αρχική εκδοχή της κλίμακας με 66 ερωτήματα, καταλήξαμε σε μια εκδοχή με 60 ερωτήματα, η οποία δόθηκε στην τρίτη πιλοτική έρευνα σε 441 μαθητές Δ΄ και Στ΄ δημοτικού. Η ανάλυση παραγόντων κατέδειξε τέσσερις ταυτοποιήσιμους παράγοντες, που υποστηρίζονταν από το θεωρητικό υπόβαθρο της έρευνας. Στην κυρίως έρευνα συμμετείχαν 833 μαθητές (426 αγόρια, 407 κορίτσια, 419 ...
Σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν η έρευνα της ευεργετικής μοναξιάς στη μέση και ύστερη παιδική ηλικία. Μέχρι σήμερα, όπως δείχνει η ανασκόπηση της σχετικής διεθνούς βιβλιογραφίας, έχει ερευνηθεί κυρίως η επώδυνη μοναξιά, ενώ η εμπειρία της εποικοδομητικής, δημιουργικής μοναξιάς στα παιδιά έχει ερευνηθεί ελάχιστα. Για τις ανάγκες της αξιολόγησης της ευεργετικής μοναξιάς, απαραίτητο ήταν να κατασκευασθεί η Κλίμακα Ευεργετικής Μοναξιάς των Παιδιών. Για τo σκοπό αυτόν, αρχικά διεξήχθησαν τρεις πιλοτικές έρευνες: οι δύο πρώτες, στις οποίες έγιναν συνεντεύξεις, προσπόρισαν υλικό για τη διατύπωση των ερωτημάτων της κλίμακας. Από μια αρχική εκδοχή της κλίμακας με 66 ερωτήματα, καταλήξαμε σε μια εκδοχή με 60 ερωτήματα, η οποία δόθηκε στην τρίτη πιλοτική έρευνα σε 441 μαθητές Δ΄ και Στ΄ δημοτικού. Η ανάλυση παραγόντων κατέδειξε τέσσερις ταυτοποιήσιμους παράγοντες, που υποστηρίζονταν από το θεωρητικό υπόβαθρο της έρευνας. Στην κυρίως έρευνα συμμετείχαν 833 μαθητές (426 αγόρια, 407 κορίτσια, 419 Δ΄ δημοτικού, 414 Στ΄ δημοτικού), που φοιτούσαν σε 13 σχολεία της ευρύτερης περιοχής των Αθηνών. Οι μαθητές συμπλήρωσαν, εκτός από την Κλίμακα Ευεργετικής Μοναξιάς των Παιδιών, τα ακόλουθα ψυχομετρικά μέσα: το Ερωτηματολόγιο της Ικανότητας του Παιδιού να Είναι Μόνο (Berlin, 1990. Youngblade, Berlin, & Belsky, 1999), την Κλίμακα Αρνητικής και Θετικής Στάσης Προς τη Μόνωση (Marcoen & Goossens, 1993), την Κλίμακα Μοναξιάς και Κοινωνικής Δυσαρέσκειας των Παιδιών (Asher, Hymel, & Renshaw, 1984. Asher & Wheeler, 1985. Galanaki & Kalantzi-Azizi, 1999), τις Ανοικτές ερωτήσεις για τη στάση απέναντι στην κυριολεκτική μοναξιά (Coleman, 1974), το Επακόλουθο της κυριολεκτικής μοναξιάς (Larson, 1999) και την Κλίμακα Ψεύδους (Eysenck, 1965). Μέσω της ανάλυσης παραγόντων, αφαιρώντας ερωτήματα σταδιακά, καταλήξαμε σε μια κλίμακα με 45 ερωτήματα, τα οποία έχουν σαφή δομή που είναι σύστοιχη με το θεωρητικό υπόβαθρο της έρευνας και διαθέτει υψηλή αξιοπιστία εσωτερικής συνέπειας και επαναληπτικών μετρήσεων. Οι παράγοντες αντιπροσωπεύουν χρήσεις της μόνωσης και είναι οι ακόλουθοι: (α) Ονειροπόληση - Στοχασμός - Επίλυση Προβλήματος, (β) Ελευθερία από κριτική - Ανεξαρτησία - Ιδιωτικότητα, (γ) Ενασχόληση με δραστηριότητες και (δ) Συγκέντρωση - Επίδοση. Τα ευρήματα της έρευνας επιβεβαίωσαν σε γενικές γραμμές τις ερευνητικές υποθέσεις. Επιβεβαιώθηκε η εννοιολογική εγκυρότητα της κλίμακας, καθώς η ευεργετική μοναξιά σχετίζεται θετικά με την ικανότητα για μόνωση και τη θετική στάση προς τη μόνωση, όμως δεν παρατηρήθηκε συσχέτιση με την αντιπάθεια για τη μόνωση, την αρνητική στάση προς τη μόνωση, τη μοναξιά και την κοινωνική δυσαρέσκεια. Οι δύο τελευταίες, όπως έδειξε η πολυδιάστατη γεωμετρική βαθμονόμηση ομοιοτήτων, ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες με την ονειροπόληση, το στοχασμό, την επίλυση προβλήματος και τη συγκέντρωση και επίδοση, ενώ η ενασχόληση με δραστηριότητες, η ελευθερία από κριτική, η ανεξαρτησία, η ιδιωτικότητα, η ικανότητα για μόνωση και η θετική στάση προς τη μόνωση ήταν αντίθετες στην αντιπάθεια για τη μόνωση και στην αρνητική στάση προς τη μόνωση. Επίσης, διαπιστώθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές φύλου και ηλικίας (τάξης). Συγκεκριμένα, τα αγόρια ήταν περισσότερο ικανά να μένουν μόνα τους και επιθυμούσαν τη μόνωση για να έχουν ελευθερία από κριτική, ανεξαρτησία, ιδιωτικότητα, όπως επίσης και για ενασχόληση με δραστηριότητες, ενώ τα κορίτσια την επιθυμούσαν για ονειροπόληση, στοχασμό, επίλυση προβλήματος, συγκέντρωση και επίδοση, όμως φάνηκε ότι την αντιπαθούν περισσότερο. Για τα κορίτσια ήταν πιο ισχυρές οι συσχετίσεις μεταξύ των μεταβλητών. Οι μαθητές Δ΄ δημοτικού εμφάνισαν μεγαλύτερη ικανότητα για μόνωση, είχαν πιο θετική στάση προς τη μόνωση και αξιοποιούσαν περισσότερο τις χρήσεις της ευεργετικής μοναξιάς. Ωστόσο, στους μαθητές Στ΄ δημοτικού οι συσχετίσεις ανάμεσα στις μελετώμενες μεταβλητές ήταν περισσότερες. Τέλος, τα αποτελέσματα της ποιοτικής ανάλυσης αποσαφήνισαν περαιτέρω τη φύση της ευεργετικής μοναξιάς στη μέση και ύστερη παιδική ηλικία. Τα ευρήματα συζητώνται στα πλαίσια της υπάρχουσας βιβλιογραφίας για τις διάφορες εκφάνσεις της μοναξιάς των παιδιών. Τέλος, διατυπώνονται αναλυτικά προτάσεις για παιδαγωγικές εφαρμογές που έχουν στόχο την προαγωγή της ευεργετικής μοναξιάς των παιδιών κυρίως στο σχολικό πλαίσιο, με βάση τα δεδομένα της παρούσας έρευνας.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The aim of this research was to examine solitude in middle and late childhood. The literature review showed that, to date, only loneliness has been extensively investigated, whereas the experience of beneficial or constructive aloneness in childhood is a highly underesearched area. In order to assess solitude, it was necessary to construct the Children’s Solitude Scale (CSS). The construction process consisted of three pilot studies. The first two pilot studies, in which in-depth interviews with school age children were conducted, offered data for the formulation of the items of the new scale. In the third pilot study, an initial 60-item version of the scale was used with 441 fourth and sixth graders. Factor analysis yielded four factors unequivocally supporting the theoretical expectations. In the main study participants were 833 students (426 boys, 407 girls; 419 fourth graders, 414 sixth graders) from 13 public primary schools in Athens. They completed the CSS, the Ability to Be Alo ...
The aim of this research was to examine solitude in middle and late childhood. The literature review showed that, to date, only loneliness has been extensively investigated, whereas the experience of beneficial or constructive aloneness in childhood is a highly underesearched area. In order to assess solitude, it was necessary to construct the Children’s Solitude Scale (CSS). The construction process consisted of three pilot studies. The first two pilot studies, in which in-depth interviews with school age children were conducted, offered data for the formulation of the items of the new scale. In the third pilot study, an initial 60-item version of the scale was used with 441 fourth and sixth graders. Factor analysis yielded four factors unequivocally supporting the theoretical expectations. In the main study participants were 833 students (426 boys, 407 girls; 419 fourth graders, 414 sixth graders) from 13 public primary schools in Athens. They completed the CSS, the Ability to Be Alone Questionnaire (Berlin, 1990. Youngblade, Berlin, & Belsky, 1999), the Aversion to Aloneness - Affinity for Aloneness Scale (Marcoen & Goossens, 1993), the Children’s Loneliness and Social Dissatisfaction Scale (Asher, Hymel, & Renshaw, 1984. Asher & Wheeler, 1985), the London Sentence Completion Test (Coleman, 1974), the Aftereffect of aloneness (Larson, 1999), and the Lie Scale (Eysenck, 1965). Through successive factor analysis models, and excluding items in stages, we arrived at the final set of 45 items supporting a clear and theory-convergent structure, with high internal consistency estimates and high test-retest reliablity. The four factors representing various uses of aloneness were as follows: (a) Daydreaming - Self-reflection - Problem solving, (b) Freedom from criticism - Autonomy - Privacy, (c) Activities, and (d) Concentration - Achievement. In general, results corroborated the research hypotheses. The construct validity of the scale was confirmed, as solitude was positively related to ability to be alone and affinity for aloneness, but no correlation was found with aversion to being alone and with aversion to aloneness, loneliness and social dissatisfaction. These latter two variables, according to the multidimensional scaling analysis, were found to be antithetical to daydreaming, self-reflection, problem solving, and concentration and achievement, whereas activities, freedom from criticism, autonomy, privacy, ability to be alone and affinity for aloneness were antithetical to aversion to being alone and aversion for aloneness. Gender and age (grade) differences were found. Specifically, boys were more able to be alone and wanted solitude mainly for freedom from criticism, autonomy, privacy and activities; whereas girls wanted solitude mainly for daydreaming, self-reflection, problem solving, concentration, and achievement; nonetheless, they were more averted to being alone. Among girls, there were more correlations among variables. Fourth graders were more able to be alone, indicated more affinity for aloneness and exhibited more uses of aloneness than sixth graders. However, in sixth graders there were more correlations among the variables than in fourth graders. The data from the qualitative analyses enriched and elucidated the nature of solitude during middle and late childhood. Results are discussed in the framework of the existing theoretical and empirical literature on children’s aloneness, loneliness, and solitude. Finally, several implications for educational practice and for the enhancement of children’s beneficial aloneness experiences mainly in the school context are suggested and described in detail, on the basis of the findings of this investigation.
περισσότερα