Περίληψη
Στην παρούσα µελέτη, παρουσιάζεται µια νέα θεωρία σχετικά µε την αντιληπτική οργάνωση των οπτικών πληροφοριών που προσλαµβάνουν οι οδηγοί από το οδικό περιβάλλον για την επιτέλεση του έργου της ιχνηλάτησης, το οποίο αναλύεται στα επιµέρους οδηγικά έργα του ελέγχου της θέσης, της κατεύθυνσης και της ταχύτητας του οχήµατός τους σε σχέση µε την οδό και τους υπόλοιπους χρήστες της οδού. Η βασική θέση της προτεινόµενης θεωρίας είναι όλα τα παραπάνω οδηγικά έργα µπορούν να περιγραφούν ως αντιληπτικά έργα χωρικής εκτίµησης των διαθέσιµων τµηµάτων της οδού, στα οποία µπορεί να κινηθεί µε ασφάλεια το όχηµα, σε σχέση µε τη νοερή εικόνα των οδηγών όσον αφορά τα όρια του περιγράµµατος του οχήµατός τους. Αναφερόµαστε στη νοερή εικόνα και όχι στη χωρική εκτίµηση των οδηγών σχετικά µε τα όρια του περιγράµµατος του οχήµατός τους, διότι από τη θέση οδήγησης τα εξωτερικά όρια του οχήµατος δεν είναι ορατά, λόγω των περιορισµών που θέτει στους οδηγούς το εσωτερικό περιβάλλον του οχήµατος. Αυτό έχει ως απο ...
Στην παρούσα µελέτη, παρουσιάζεται µια νέα θεωρία σχετικά µε την αντιληπτική οργάνωση των οπτικών πληροφοριών που προσλαµβάνουν οι οδηγοί από το οδικό περιβάλλον για την επιτέλεση του έργου της ιχνηλάτησης, το οποίο αναλύεται στα επιµέρους οδηγικά έργα του ελέγχου της θέσης, της κατεύθυνσης και της ταχύτητας του οχήµατός τους σε σχέση µε την οδό και τους υπόλοιπους χρήστες της οδού. Η βασική θέση της προτεινόµενης θεωρίας είναι όλα τα παραπάνω οδηγικά έργα µπορούν να περιγραφούν ως αντιληπτικά έργα χωρικής εκτίµησης των διαθέσιµων τµηµάτων της οδού, στα οποία µπορεί να κινηθεί µε ασφάλεια το όχηµα, σε σχέση µε τη νοερή εικόνα των οδηγών όσον αφορά τα όρια του περιγράµµατος του οχήµατός τους. Αναφερόµαστε στη νοερή εικόνα και όχι στη χωρική εκτίµηση των οδηγών σχετικά µε τα όρια του περιγράµµατος του οχήµατός τους, διότι από τη θέση οδήγησης τα εξωτερικά όρια του οχήµατος δεν είναι ορατά, λόγω των περιορισµών που θέτει στους οδηγούς το εσωτερικό περιβάλλον του οχήµατος. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα, στο βαθµό που η νοερή εικόνα των οδηγών είναι εσφαλµένη, οι σχετικές εκτιµήσεις στις οποίες προβαίνουν οι οδηγοί όσον αφορά την απόσταση που απέχουν τα αντικείµενα του οδικού περιβάλλοντος από το όχηµά τους ή/και τη δυνατότητα πραγµατοποίησης οδηγικών ελιγµών, να υπόκεινται στην επίδραση ποικίλων γεωµετρικών πλανών, ανάλογα µε το είδος του έργου ή οδηγικού ελιγµού που επιτελείται. Ειδικότερα, η ανάδυση των γεωµετρικών πλανών θεωρείται ως το αποτέλεσµα της προσπάθειας των οδηγών να προσδιορίσουν την ακριβή θέση που καταλαµβάνει το όχηµά τους στην οδό προκειµένου να προβούν στη σχετική εκτίµηση των διαθέσιµων «ανοιγµάτων» της οδού και των αποστάσεων που απέχουν από τα υπόλοιπα αντικείµενα του οδικού περιβάλλοντος. Για παράδειγµα, φαινόµενα όπως, υπερ-αντίδραση πέδησης σε µια απότοµη στένωση της οδού (π.χ. είσοδος σε τµήµα της οδού που εκτελούνται έργα οδοποιίας) ή υπερ-αντίδραση πλευρικής µετατόπισης του οχήµατος κατά την προσπέραση ενός άλλου οχήµατος, µπορούν να ερµηνευτούν σύµφωνα µε την επίδραση της γεωµετρικής πλάνης του πλαισίου στο φαινοµενικό µήκος της περιεχόµενης οριζόντιας γραµµής (το πλάτος του οχήµατος), ακριβώς λόγω της εσφαλµένης νοερής εικόνας των οδηγών όσον αφορά τα όρια του περιγράµµατος του οχήµατός τους η οποία προκαλεί την υποεκτίµηση του διαθέσιµου τµήµατος της οδού και, άρα, την υπερ-αντίδραση πέδησης ή πλευρικής µετατόπισης του οχήµατος. Μέχρι σήµερα, το ζήτηµα της δυνατότητας χωρικής εκτίµησης των ορίων του περιγράµµατος του οχήµατος από τη θέση οδήγησης καθώς επίσης και οι πιθανές συνέπειες της εσφαλµένης νοερής εικόνας των οδηγών σχετικά µε τα όρια του καπό του οχήµατος στην οδηγική συµπεριφορά, δεν έχει διερευνηθεί ποτέ. Ο κυριότερος λόγος για αυτό, είναι ότι οι δύο κύριες σχολές σκέψης στην επιστήµη της ψυχολογίας, που παρέχουν το θεωρητικό υπόβαθρο για την ανάλυση του αντιληπτικού έργου της οδήγησης έχουν ως αφετηρία τους τελείως διαφορετικά παραδείγµατα µετακίνησης του παρατηρητή και, κατά συνέπεια, δοµής του οπτικού περιβάλλοντος. Στην πρώτη σχολή σκέψης, στην οποία ανήκουν οι θεωρίες της Άµεσης Αντίληψης, αφετηρία αποτελεί η πρόσληψη οπτικών πληροφοριών σε ένα «ανοικτό» οπτικό περιβάλλον έχοντας ως παράδειγµα την περίπτωση εναέριας µετακίνησης του παρατηρητή µε τη διαµεσολάβηση κάποιου µέσου. Στη δεύτερη σχολή σκέψης, στην οποία ανήκουν οι θεωρίες της Κατασκευαστικής Αντίληψης, αφετηρία αποτελεί η πρόσληψη οπτικών πληροφοριών από τη στατική θέση του παρατηρητή, χωρίς τη διαµεσολάβηση κάποιου µέσου µετακίνησης, σε ένα «άτακτα» δοµηµένο οπτικό περιβάλλον. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα, αφενός, την απουσία µιας αµιγώς «οδηγικής» αντιληπτικής θεωρίας και, αφετέρου, την αυτούσια «µεταφορά» θεωρητικών υποθέσεων και ευρηµάτων που απαντούν σε άλλα παραδείγµατα µετακίνησης, χωρίς να λαµβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες και οι περιορισµοί που θέτουν το κυκλοφοριακό περιβάλλον και το µέσο διεξαγωγής του οδηγικού έργου της ιχνηλάτησης. Ο δεύτερος εξίσου σηµαντικός λόγος είναι ότι, κυρίως, τις δύο τελευταίες δεκαετίες, η κυρίαρχη «λογική» που επικρατεί όσον αφορά τα θέµατα της οδικής ασφάλειας, είναι ότι η εξάλειψη των τροχαίων ατυχηµάτων είναι εφικτή µόνο µέσα από την υιοθέτηση τεχνο-κεντρικών λύσεων. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα, τη ραγδαία ανάπτυξη όλο και πιο σύνθετων συστηµάτων υποβοήθησης του οδηγού, τα οποία έχουν ήδη αρχίσει σταδιακά να εισάγονται στα νέα οχήµατα και τα οποία, βασίζονται σε µια τεχνο-κεντρική θεώρηση του κυκλοφοριακού συστήµατος όπου η εξάλειψη ή έστω ελαχιστοποίηση του ανθρώπινου σφάλµατος µπορεί να καταστεί δυνατή µέσα από την αποµάκρυνση του ανθρώπινου παράγοντα από το σύστηµα «όχηµα-οδικό περιβάλλον». Προϊόν αυτής της αλλαγής, είναι η σχετική υποβάθµιση της σηµασίας των δυνατοτήτων ή/και των περιορισµών του αντιληπτικού συστήµατος ως προς την επιτέλεση των επιµέρους έργων της ιχνηλάτησης και η µετατόπιση του ερευνητικού ενδιαφέροντος στη διερεύνηση των δυνατοτήτων ή/και των περιορισµών του αντιληπτικού συστήµατος ως προς την ικανότητα πρόσληψης των πληροφοριών που προσλαµβάνονται από τα συστήµατα υποβοήθησης του οδηγού. Κυριότερα, όµως, η «τεχνο-κεντρική» ή «µηχανική» θεώρηση του οδηγικού έργου έχει ως αποτέλεσµα την επιλεκτική ή/και «καταχρηστική» χρήση παραδοσιακών όρων στην επιστήµη της ψυχολογίας για τη µελέτη της οδηγικής συµπεριφοράς. Για παράδειγµα, στη σύγχρονη βιβλιογραφία όταν αναφερόµαστε στο χρόνο έως την επικείµενη σύγκρουση, ο χρόνος έως τη σύγκρουση υπολογίζεται βάσει της απόστασης που απέχει το όχηµα από ένα στατικό ή κινούµενο αντικείµενο δια της σχετικής µεταξύ τους απόστασης. Παραδοσιακά, όµως, ο χρόνος έως τη σύγκρουση εκφράζει τον οπτικά προσλαµβανόµενο ρυθµό προσέγγισης ενός αντικειµένου βάσει του ρυθµού διαστολής του ειδώλου που σχηµατίζεται στον αµφιβληστροειδή του οδηγού από το αντικείµενο. Αυτό το παράδειγµα το αναφέρουµε µε σκοπό, αφενός, να επισηµάνουµε τις µεταβολές που έχουν συντελεστεί τις τελευταίες δεκαετίες στη µελέτη καθώς επίσης και στα κριτήρια αξιολόγησης της οδηγικής συµπεριφοράς, αφετέρου, να αναδείξουµε τα «ανοικτά» θέµατα που έχουν παραµείνει ως τέτοια στο θεωρητικό διάλογο σχετικά µε την οπτική αντίληψη. Ο στόχος της παρούσας µελέτης είναι η ανάδειξη αυτών των «ανοικτών» θεµάτων που προκύπτουν από τα σχετικά ερευνητικά δεδοµένα και η συζήτηση τους µε βάση τη νέα θεωρητική πρόταση σχετικά µε την αντιληπτική οργάνωσης των διαθέσιµων οπτικών πληροφοριών για την επιτέλεση του έργου της ιχνηλάτησης. Ως «ανοικτά» θέµατα νοούνται τα ζητήµατα της άµεσης αντίληψης όλων των αναγκαίων οπτικών πληροφοριών για τον έλεγχο της µετακίνησης από το οπτικό περιβάλλον (δηλαδή, το µοντέλο της ρέουσας οπτικής παράταξης που παράγεται από την κίνηση του παρατηρητή), καθώς επίσης και της ύπαρξης µιας κρίσιµης οπτικής πληροφορίας για κάθε επιµέρους οδηγικό έργο η οποία συνδέεται µε ή/και υποκινεί τον οδηγικό ελιγµό στον οποίο προβαίνει ο οδηγός. […]
περισσότερα