Περίληψη
Οι μεγάλες αλλαγές των τελευταίων ετών έχουν διαμορφώσει ένα νέο τοπίο στην παγκόσμια οικονομία και ένα νέο πλαίσιο άσκησης της βιομηχανικής δραστηριότητας που συνοδεύεται από σημαντικές διαφοροποιήσεις της σχετικής ισχύος των χωρών στο διεθνές εμπόριο. Η ευρωπαϊκή βιομηχανία που κατείχε παραδοσιακά μία ηγετική θέση στην παγκόσμια αγορά βλέπει να αναδύονται νέοι ισχυροί βιομηχανικοί ανταγωνιστές της. Η στροφή της οικονομίας από τον δευτερογενή προς τον τριτογενή τομέα σε συνδυασμό με τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς που είναι ιδιαίτερα αυστηροί για τη βιομηχανία στην ΕΕ-28 δημιουργούν νέες προκλήσεις, αλλά και ευκαιρίες για την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Στις πιέσεις αυτές τα τελευταία χρόνια ήρθε να προστεθεί και η οικονομική κρίση που πλήττει τη μεταποίηση περισσότερο από άλλους τομείς της οικονομίας. Ο τρόπος που θα μπορέσει αυτή να ανταποκριθεί στις νέες αυτές απαιτητικές συνθήκες θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στην οικονομία, την κοινωνία και το φυσικό περιβάλλον και θα επηρεάσει την πορεί ...
Οι μεγάλες αλλαγές των τελευταίων ετών έχουν διαμορφώσει ένα νέο τοπίο στην παγκόσμια οικονομία και ένα νέο πλαίσιο άσκησης της βιομηχανικής δραστηριότητας που συνοδεύεται από σημαντικές διαφοροποιήσεις της σχετικής ισχύος των χωρών στο διεθνές εμπόριο. Η ευρωπαϊκή βιομηχανία που κατείχε παραδοσιακά μία ηγετική θέση στην παγκόσμια αγορά βλέπει να αναδύονται νέοι ισχυροί βιομηχανικοί ανταγωνιστές της. Η στροφή της οικονομίας από τον δευτερογενή προς τον τριτογενή τομέα σε συνδυασμό με τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς που είναι ιδιαίτερα αυστηροί για τη βιομηχανία στην ΕΕ-28 δημιουργούν νέες προκλήσεις, αλλά και ευκαιρίες για την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Στις πιέσεις αυτές τα τελευταία χρόνια ήρθε να προστεθεί και η οικονομική κρίση που πλήττει τη μεταποίηση περισσότερο από άλλους τομείς της οικονομίας. Ο τρόπος που θα μπορέσει αυτή να ανταποκριθεί στις νέες αυτές απαιτητικές συνθήκες θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στην οικονομία, την κοινωνία και το φυσικό περιβάλλον και θα επηρεάσει την πορεία ολόκληρης της ευρωπαϊκής οικονομίας προς τη βιώσιμη ανάπτυξη.Το αντικείμενο της παρούσας διατριβής είναι η αναλυτική διερεύνηση και ερμηνεία της εξέλιξης του τομέα της μεταποίησης των χωρών της ΕΕ-28 και ειδικότερα της Ελλάδας εστιάζοντας στις οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές τους επιδόσεις και στις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις. Συγκεκριμένα, αναπτύσσεται ένα συνεκτικό μεθοδολογικό πλαίσιο για την ταξινόμηση και την ερμηνεία της εξέλιξης του συνόλου της μεταποίησης και των επιμέρους κλάδων με βάση τις επιδόσεις τους και στις τρεις διαστάσεις της βιώσιμης ανάπτυξης, οι οποίες εκφράζονται μέσα από το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν μίας χώρας ή την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ενός κλάδου, τις εκπομπές CO2 και τον αριθμό των απασχολούμενων. Η μεθοδολογική προσέγγιση που αναπτύχθηκε περιλαμβάνει δύο στάδια, αυτό της αποσύνδεσης και αυτό της αποδόμησης. Η χρονική περίοδος που εξετάζεται είναι από το 2000 έως το 2013, ενώ για να διαπιστωθεί η επίδραση της οικονομικής κρίσης χωρίζεται σε δύο διαστήματα, το 2000-2007 και το 2007-2013.Από την εφαρμογή του μεθοδολογικού εργαλείου προκύπτει ότι οι αντιδράσεις στις σύγχρονες προκλήσεις δεν είναι όμοιες σε όλους τους κλάδους, ενώ σημαντικές διαφοροποιήσεις σημειώνονται και μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Ωστόσο διακρίνονται κάποιοι κλάδοι που καταφέρνουν στις περισσότερες χώρες να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τις προκλήσεις διατηρώντας μία ηγετική θέση στην παγκόσμια αγορά. Μεταξύ αυτών είναι ο κλάδος των Τροφίμων, Ποτών και προϊόντων Καπνού και αυτός της Χημικής και Φαρμακευτικής βιομηχανίας, οι οποίοι εξετάζονται στην παρούσα διατριβή σε μεγαλύτερο βάθος. Στον αντίποδα βρίσκονται οι κλάδοι της κλωστοϋφαντουργίας και των μη μεταλλικών ορυκτών προϊόντων που παρουσιάζουν σημαντική υποχώρηση.Στο πρώτο στάδιο της ανάλυσης οι χώρες και οι κλάδοι κατατάσσονται σε διακριτές κατηγορίες με βάση το βαθμό αποσύνδεσης της οικονομικής δραστηριότητας από το ύψος των εκπομπών και την απασχόληση. Ειδικότερα, προκύπτει ότι στο σύνολο της οικονομίας καταγράφεται μία σαφής αποσύνδεση των εκπομπών CO2, ενώ η αποσύνδεση της απασχόλησης είναι πιο περιορισμένη, καθώς οι εξελίξεις των τελευταίων ετών δεν συνεπάγονται απαραίτητα αύξηση της απώλειας θέσεων εργασίας, αλλά μάλλον μετατόπιση της απασχόλησης από τον δευτερογενή προς τον τριτογενή τομέα. Σε ό,τι αφορά στην αποσύνδεση των εκπομπών κατά την πρώτη περίοδο παρατηρείται ότι τόσο στο σύνολο της οικονομίας όσο και στη μεταποίηση δεν συνεπάγεται απόλυτη μείωση εκπομπών, αλλά περιορισμό του ρυθμού αύξησης σε πολλές από τις εξεταζόμενες χώρες. Τούτο φανερώνει ότι οι οικονομίες της ΕΕ-28 στο σύνολο τους δεν αξιοποίησαν στο έπακρον την περίοδο της οικονομικής ευημερίας για την εφαρμογή μέτρων και πρακτικών ενάντια στην κλιματική αλλαγή. Ωστόσο, την περίοδο της έναρξης της οικονομικής κρίσης, η οποία συμπίπτει με την πρώτη περίοδο ανάληψης υποχρεώσεων των κρατών για μείωση των εκπομπών CO2 σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του Κιότο, οι ευρωπαϊκές χώρες φάνηκε ότι έδρασαν αποτελεσματικότερα προς τον περιορισμό των εκπομπών.Για το δεύτερο στάδιο της μεθοδολογικής προσέγγισης αναπτύχθηκαν δύο διαφορετικά μοντέλα αποδόμησης – ονομάζονται Μοντέλο Ι και Μοντέλο ΙΙ – και εφαρμόστηκαν για την αποδόμηση των εκπομπών CO2 και της απασχόλησης. Το Μοντέλο Ι ακολουθεί τα πρότυπα άλλων ερευνών που εντοπίζονται στη διεθνή βιβλιογραφία, ενώ το Μοντέλο ΙΙ προέκυψε ως προϊόν της προόδου της διατριβής και της ανάγκης για μία πληρέστερη κατανόηση των κινητήριων δυνάμεων που καθορίζουν την εξέλιξη των περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιδόσεων της μεταποίησης. Η βασική διαφορά τους είναι ότι στο Μοντέλο Ι οι προσδιοριστικοί παράγοντες που σχετίζονται με την οικονομική εξέλιξη αφορούν μόνο τα γενικά χαρακτηριστικά της δομής του παραγωγικού συστήματος, ενώ στο Μοντέλο ΙΙ συμπεριλαμβάνονται και παράγοντες που αντανακλούν την αναδιάρθρωση της παραγωγικής αλυσίδας και πιθανές μετατοπίσεις παραγωγικών δραστηριοτήτων, τον αυξανόμενο ρόλο του διεθνούς εμπορίου, αλλά και διαφοροποιήσεις των καταναλωτικών προτύπων.Τα αποτελέσματα από την εφαρμογή του Μοντέλου Ι στο επίπεδο της οικονομίας και της μεταποίησης επιβεβαιώνουν την προφανή σχέση μεταξύ των τριών μεγεθών. Η εφαρμογή του Μοντέλου ΙΙ στους υπόλοιπους μεταποιητικούς κλάδους ανέδειξε σημαντικές πτυχές της σύγχρονης πραγματικότητας και την επίδραση της παγκοσμιοποίησης στη μεταποιητική βιομηχανία, οι οποίες δεν φωτίζονται από το συμβατικό μοντέλο αποδόμησης (Μοντέλο Ι). Οι χώρες που φαίνεται να αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη επιτυχία τις πιέσεις είναι κυρίως εκείνες που έχουν μία πιο ισχυρή βιομηχανική παράδοση. Στις χώρες αυτές γίνονται διακριτά κάποια πρότυπα βιομηχανικής συμπεριφοράς που διαφοροποιούνται με όμοιο τρόπο πριν και μετά την κρίση. Σε σύγκριση με τις άλλες χώρες η Ελλάδα εμφανίζει σημαντική υστέρηση στην παρακολούθηση των τάσεων που επικράτησαν στην Ευρώπη. Τέλος, συμπεραίνεται ότι το μεθοδολογικό πλαίσιο που αναπτύχθηκε στην παρούσα διατριβή αποτελεί ένα χρήσιμο αναλυτικό και ερμηνευτικό εργαλείο για την κατανόηση της εξέλιξης δεικτών βιώσιμης ανάπτυξης. Επομένως, καθίσταται κατάλληλη για χρήση σε άλλες μελέτες έπειτα από την απαραίτητη διαμόρφωση και προσαρμογή.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
In recent years, major changes have created a new landscape in the global economy and a new framework for industrial activity accompanied by significant variations in the relative strength of countries in international trade. European industry, which has traditionally held a leading position in the global market, is facing newly emerging and strong industrial competitors, mainly from developing countries. The economic shift from the secondary to the tertiary sector along with environmental constraints, particularly severe for industry in the EU-28, have created new challenges and opportunities for European industry. Furthermore, the recent economic crisis and its serious consequences in manufacturing have been added to those challenges. The way that the manufacturing industry deals with these conditions will have a serious impact on the entire economy, society and the natural environment. Ultimately, it will affect the way of the entire European economy towards sustainable development. ...
In recent years, major changes have created a new landscape in the global economy and a new framework for industrial activity accompanied by significant variations in the relative strength of countries in international trade. European industry, which has traditionally held a leading position in the global market, is facing newly emerging and strong industrial competitors, mainly from developing countries. The economic shift from the secondary to the tertiary sector along with environmental constraints, particularly severe for industry in the EU-28, have created new challenges and opportunities for European industry. Furthermore, the recent economic crisis and its serious consequences in manufacturing have been added to those challenges. The way that the manufacturing industry deals with these conditions will have a serious impact on the entire economy, society and the natural environment. Ultimately, it will affect the way of the entire European economy towards sustainable development. The objective of this study is to analyse and interpret the evolution of the EU-28 manufacturing sector, focusing on Greece, by examining their economic, environmental and social performance and the interactions between them. In particular, a coherent methodological framework is developed for the classification and interpretation of the evolution of all manufacturing sectors based on their performance in the three dimensions of sustainable development. The three dimensions are here expressed by the gross domestic product of a country or the gross added value of an economic sector, the CO2 emissions and the number of employees in each sector, respectively. The developed methodological framework involves two steps, namely decoupling, and decomposition. The time period under consideration is from 2000 to 2013, which is divided into two intervals, 2000-2007 and 2007-2013, in order to evaluate the impact of the economic crisis. The implementation of the methodological framework showed that the responses to the modern challenges differed between the sectors, while significant variations existed between European countries as well. However, there are some sectors in most of the examined countries that managed to successfully meet the challenges and to maintain a leading position in the global market. Among these are the Food, Beverage and Tobacco Products sector and the Chemical and Pharmaceutical sector, which are the two case studies in focus in this work and are analysed in depth. On the contrary, other sectors such as the textile manufacturing sector and non-metallic mineral products manufacturing sector saw a significantly worsened performance. In the first step of the framework, the decoupling analysis, the examined countries and sectors are classified into distinct categories based on the degrees of decoupling between economic activity and carbon emissions, and between economic activity and employment. Particularly, on the level of the entire economy it is shown that to a high degree CO2 emissions are decoupled from economic growth, while the decoupling of employment is more limited. The latter fact reveals that developments during recent years have not necessarily entailed an increase in job losses but rather shifts in employment from secondary to tertiary sector. Indeed, it is noted that employment in the manufacturing sector has been steadily declining regardless of economic growth, the country of study or the general economic condition of each country. Regarding the decoupling of CO2 emissions from economic activity during the first period, a reduction is noted in the growth rate of emissions in many of the examined countries, rather than an absolute reduction, both in the whole economy and in manufacturing. This shows that the EU economies did not fully exploit the period of economic prosperity to implement measures and practices against climate change. However, European countries seemed to have acted more effectively to reduce carbon emissions at the time of the economic crisis, which coincides with the first commitment period of the Kyoto Protocol for the states to reduce CO2 emissions. In the second step of the framework, the decomposition analysis, CO2 emissions and employment are decomposed employing two different decomposition models, here called Model I and Model II. Model I follows a standard set of predefined driving factors, also found in other studies of the international literature, while Model II introduces a set of driving factors that have not been used earlier in relevant studies of Index Decomposition Analysis. These new driving factors added to the conventional decomposition model fill a research gap and fulfil the need for a more thorough and complete understanding of the driving forces that determine the evolution of the environmental and social performance of manufacturing. The main difference of the two decomposition models is that the factors of Model I are related to structure and production aspects of a system, while the factors of Model II includes factors that reflect both production- and consumption-based aspects. The inclusion of such driving factors allows examination of the change in carbon emissions and employment from a consumption perspective and of the response of production to consumers’ demand, as well as the restructuring of the production chain and possible shifts in productive activities, and the increasing role of international trade. The results from the implementation of Model I on the level of economy and manufacturing confirm the expected relationship between the three indicators. The implementation of Model II in the manufacturing sector has highlighted important aspects of the modern state of the manufacturing industry and the impact from globalisation. The countries that appeared to face the global challenges more successfully were mainly those which have a strong industrial tradition. In these countries, some patterns of industrial behaviour differentiated in a similar way before and after the crisis. Compared to other countries, Greece had a significant lag in monitoring the trends prevailed in the European Union. Finally, it is concluded that the methodological framework developed in this study is a useful analytical and interpretive tool for understanding the development of sustainable development indicators. Furthermore, it is robust and generic, hence it can be easily adapted to be used in other studies.
περισσότερα