Περίληψη
To δίκαιο ενάντια στις διακρίσεις γενικά κατέχει κεντρική θέση στην ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική. Ιδίως όμως οι πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και δημογραφικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στον ευρωπαϊκό χώρο στη δεκαετία του ‘90, κατέστησαν αναγκαία την ανάληψη πρωτοβουλίας για την δημιουργία νομοθετικού πλαισίου προστασίας έναντι των διακρίσεων που θα περιελάμβανε στα προστατευόμενα χαρακτηριστικά και το χαρακτηριστικό της ηλικίας. Έτσι, βάσει του άρθρου 13 ΕΚ που εισήχθη με τη συνθήκη του Άμστερνταμ (1997), εκδόθηκε η Οδηγία 2000/78, με σκοπό τη θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη, ενώ, σύντομα, η ηλικία αποτέλεσε τον πλέον «δημοφιλή» λόγο διάκρισης στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ένωσης.Στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2000/78 μεταφέρθηκε αρχικά με τον Ν. ...
To δίκαιο ενάντια στις διακρίσεις γενικά κατέχει κεντρική θέση στην ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική. Ιδίως όμως οι πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και δημογραφικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στον ευρωπαϊκό χώρο στη δεκαετία του ‘90, κατέστησαν αναγκαία την ανάληψη πρωτοβουλίας για την δημιουργία νομοθετικού πλαισίου προστασίας έναντι των διακρίσεων που θα περιελάμβανε στα προστατευόμενα χαρακτηριστικά και το χαρακτηριστικό της ηλικίας. Έτσι, βάσει του άρθρου 13 ΕΚ που εισήχθη με τη συνθήκη του Άμστερνταμ (1997), εκδόθηκε η Οδηγία 2000/78, με σκοπό τη θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη, ενώ, σύντομα, η ηλικία αποτέλεσε τον πλέον «δημοφιλή» λόγο διάκρισης στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ένωσης.Στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2000/78 μεταφέρθηκε αρχικά με τον Ν. 3304/2005, ο οποίος στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από τον Ν. 4443/2016, με τον οποίο δημιουργήθηκε ένα ενιαίο πλαίσιο εφαρμογής της ίσης μεταχείρισης για όλους τους αναφερόμενους στην Οδηγία λόγους, συμπεριλαμβανομένης και της ηλικίας.Η ηλικία του ατόμου ως κριτήριο διαφορετικής μεταχείρισης στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας αποτελεί, ωστόσο, ένα χαρακτηριστικό που παρουσιάζει ιδιαιτερότητες έναντι των λοιπών κριτηρίων. Οι ιδιαιτερότητες αυτές οφείλονται κατ’ αρχήν στην ίδια τη φύση του ως διαρκώς μεταβαλλόμενου και ρευστού χαρακτηριστικού, που δεν αφορά μόνο σε μία συγκεκριμένη και σαφώς προσδιορισμένη ομάδα αλλά αφορά όλους τους εργαζομένους αδιακρίτως. Οφείλονται, επίσης, στο γεγονός ότι η ηλικία πέρα από βιολογικό είναι και ένα κοινωνικό χαρακτηριστικό, διαφοροποιούμενο στον χρόνο και τον χώρο, με αποτέλεσμα η κοινωνική ηλικία να υπερισχύει σε πολλές περιπτώσεις της βιολογικής, υπό την έννοια ότι οι σύγχρονες κοινωνίες τείνουν να κατηγοριοποιούν νέους και ηλικιωμένους με βάση την ηλικία τους και όχι με βάση τα ατομικά χαρακτηριστικά τους, παράγοντας ή αναπαράγοντας κοινωνικά στερεότυπα γύρω από την ηλικία, τα οποία αποτυπώνονται σε πολλές περιπτώσεις και στη νομοθεσία, ιδίως στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, δημιουργώντας την εντύπωση ότι οι διαφοροποιήσεις με κριτήριο την ηλικία είναι «εύλογες». Η νομοθεσία ενάντια στις ηλικιακές διακρίσεις, στοχεύοντας στην προώθηση της ενεργού γήρανσης, την υποστήριξη των ηλικιωμένων, τη δημιουργία μιας αγοράς που θα ευνοεί την κοινωνική ένταξη αλλά και την προστασία των αξιών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της προσωπικής αυτονομίας, επιχειρεί ακριβώς να οριοθετήσει με αντικειμενικά κριτήρια την έννοια της απαγορευμένης διάκρισης λόγω ηλικίας στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας. Στο πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης των ηλικιακών διακρίσεων υπάγονται όλοι οι εργαζόμενοι του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, καθώς και οι αυτοαπασχολούμενοι, ανεξαρτήτως της ηλικίας τους και όλα τα στάδια της εργασιακής σχέσης, από την πρόσληψη μέχρι και τη λύση της, καθώς επίσης και όλα τα είδη και επίπεδα επαγγελματικού προσανατολισμού, επαγγελματικής κατάρτισης, επιμόρφωσης και επαγγελματικού αναπροσανατολισμού, αλλά και η ιδιότητα του μέλους και η συμμετοχή σε οργάνωση εργαζομένων ή εργοδοτών ή σε οποιαδήποτε επαγγελματική οργάνωση. Ως προς το περιεχόμενο της απαγόρευσης, η αρχή της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως ηλικίας σημαίνει την απουσία διάκρισης, αποκλείοντας κατ’ αρχήν την ηλικία από τους λόγους που μπορεί θεμιτώς να επικαλεστεί ο εργοδότης για να δικαιολογήσει τη λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση ενός εργαζομένου σε σχέση με τους άλλους. Οι ειδικότερες δε μορφές διάκρισης που απαγορεύει η νομοθεσία είναι η άμεση διάκριση, η έμμεση διάκριση, η παρενόχληση, η εντολή τρίτου για διακριτική μεταχείριση, η «διάκριση λόγω σχέσης» και η «διάκριση λόγω νομιζόμενων χαρακτηριστικών» που αποτελούν ουσιαστικά υποπεριπτώσεις άμεσων και έμμεσων διακρίσεων και, τέλος, η πολλαπλή διάκριση. Κάθε λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση δεν συνιστά, όμως, αυτομάτως και απαγορευμένη διάκριση. Τόσο στην Οδηγία, όσο και στον Ν. 4443/2016 προβλέπονται εξαιρέσεις στην αρχή της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως ηλικίας. Επομένως, εάν διαπιστωθεί κατ’ αρχήν μία ηλικιακή διάκριση υπό την έννοια των σχετικών διατάξεων, σε ένα επόμενο στάδιο ελέγχου θα πρέπει να εξετασθεί εάν η διαφορετική αυτή μεταχείριση είναι δικαιολογημένη ή όχι, οπότε στην τελευταία και μόνο περίπτωση επέρχονται οι προβλεπόμενες έννομες συνέπειες. Οι εξαιρέσεις στην αρχή της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως ηλικίας που προβλέπονται στην Οδηγία και τον Ν. 4443/2016 μπορούν να καταταγούν σε τρεις κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία εξαιρέσεων συμπεριλαμβάνει δύο γενικούς δικαιολογητικούς λόγους διάκρισης που αφορούν σε όλα τα αθέμιτα κριτήρια διάκρισης. Ο πρώτος αναφέρεται στην τήρηση της δημόσιας ασφάλειας, τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης, την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας και την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων και ο δεύτερος αφορά στις περιπτώσεις όπου η ηλικία συνιστά ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση. Η δεύτερη κατηγορία εξαιρέσεων αναφέρεται ειδικά και συγκεκριμένα στην απαγόρευση της διαφορετικής μεταχείρισης λόγω ηλικίας επιτρέποντας παρεκκλίσεις σε πολύ μεγαλύτερη έκταση απ’ ό,τι η πρώτη κατηγορία των γενικών εξαιρέσεων, περιλαμβάνει δε δύο ειδικούς δικαιολογητικούς λόγους διάκρισης. Ο πρώτος αφορά στην εξυπηρέτηση σκοπών της πολιτικής της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης και η δεύτερη στον τομέα της ένταξης ή αποδοχής παροχών στο πλαίσιο επαγγελματικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης. Τέλος, η τρίτη κατηγορία εξαιρέσεων αφορά στην δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν θετικά μέτρα για την πρόληψη ή την αντιστάθμιση υφισταμένων στην πράξη μειονεκτημάτων λόγω ηλικίας. Όλες οι εξαιρέσεις από την αρχή της ίσης μεταχείρισης αποτυπώνουν ουσιαστικά μία στάθμιση συγκρουόμενων συμφερόντων, το αποτέλεσμα της οποίας δύναται να οδηγεί στην δικαιολόγηση της διαφορετικής μεταχείρισης χάριν της προστασίας δικαιολογημένων συμφερόντων τρίτων προσώπων, θέτοντας όμως συγχρόνως ως προϋπόθεση την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. Στο μέτρο δε που πρόκειται για παρεκκλίσεις από την αρχή της ίσης μεταχείρισης απαιτείται να ερμηνεύονται στενά. Η αξία της απαγόρευσης των διακρίσεων που στηρίζονται στην ηλικία εξαρτάται καθοριστικά από τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού μηχανισμού προστασίας που θα πρέπει να παρέχει η έννομη τάξη στο θύμα της διάκρισης, καθώς η νομοθεσία μόνη, χωρίς ένα κατάλληλο σύστημα τιμωρίας του παραβάτη και αποκατάστασης της ζημίας του θύματος, δεν μπορεί να διασφαλίσει την αποτροπή ή αντιμετώπιση της παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Έτσι, η Οδηγία 2000/78, για την υπεράσπιση των θιγομένων, προβλέπει μία σειρά από μέτρα που υποχρεούνται να λάβουν τα κράτη-μέλη για την καλύτερη διασφάλιση των δικαιωμάτων τους, την πρόληψη των διακρίσεων αλλά και την αποτελεσματική προστασία των θυμάτων διάκρισης στο πλαίσιο των εθνικών εννόμων τάξεων. Το γενικό πλαίσιο της έννομης προστασίας που θέτει η Οδηγία συμπεριλαμβάνει τη διαμόρφωση των αναγκαίων διοικητικών ή/και δικαστικών διαδικασιών, τη διασφάλιση της συμμετοχής οργανώσεων στη διαδικασία προς υποστήριξη των θυμάτων διακριτικής μεταχείρισης, την αντιστροφή του βάρους απόδειξης, την προστασία έναντι αντιποίνων, την ενημέρωση των ενδιαφερομένων, την ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου και την ενθάρρυνση του διαλόγου με τις μη κυβερνητικές οργανώσεις, την υποχρέωση συμμόρφωσης των κρατών μελών στην Οδηγία και την επιβολή κυρώσεων από τα κράτη μέλη στους παραβάτες της αρχής της ίσης μεταχείρισης.Στο πλαίσιο αυτό, στην ελληνική έννομη τάξη, κάθε νομοθετική και κανονιστική διάταξη η οποία αντιβαίνει στην απαγόρευση των ηλικιακών διακρίσεων θεωρείται καταργημένη, ενώ παράλληλα, σύμφωνα με τον Ν. 4443/2016 απαγορεύονται, καταργούνται και καθίστανται άκυροι όροι και διατάξεις που περιλαμβάνονται σε ατομική ή συλλογική σύμβαση, γενικούς όρους συναλλαγών, εσωτερικούς κανονισμούς επιχειρήσεων, καταστατικά κερδοσκοπικών ή μη οργανώσεων, ανεξάρτητων επαγγελματικών οργανώσεων και συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων και των εργοδοτών και είναι αντίθετοι προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως ηλικίας. Επίσης, όπως προαναφέρθηκε, η Οδηγία 2000/78, προβλέπει, πέρα από την κατάργηση ή την ακυρότητα των εθνικών διατάξεων που αντιβαίνουν στην αρχή της ίσης μεταχείρισης, και την επιβολή κυρώσεων. Η επιλογή του είδους και ο λεπτομερής καθορισμός των κυρώσεων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια των κρατών-μελών. Οι κυρώσεις αυτές θα πρέπει, όμως, να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες με την παράβαση και αποτρεπτικές. Ο Ν. 4443/2016 προβλέπει ρητά μόνο διοικητικές κυρώσεις για την παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των ηλικιακών διακρίσεων στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας. Αστικές έννομες συνέπειες δεν προβλέπει ρητά, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τις αποκλείει. Έτσι, ο θιγόμενος, ανάλογα με τον τρόπο εκδήλωσης της παράνομης συμπεριφοράς, μπορεί να ζητήσει έννομη προστασία βάσει των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας ή των γενικών κατά περίπτωση εφαρμοστέων διατάξεων του Αστικού Κώδικα και, σε περίπτωση που εργοδότης είναι το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ, βάσει των διατάξεων για την αστική ευθύνη του Δημοσίου. Περαιτέρω, η έννομη προστασία του θιγομένου συμπληρώνεται από ένα δικονομικό και διαδικαστικό πλαίσιο που συμπεριλαμβάνει αποδεικτικές διευκολύνσεις για το θύμα της ηλικιακής διάκρισης, την δυνατότητα αντιπροσώπευσής του ενώπιον δικαστικών και διοικητικών αρχών από συνδικαλιστικές και μη κυβερνητικές οργανώσεις και την προστασία από αντίμετρα του εργοδότη λόγω καταγγελίας ή υποβολής αιτήματος παροχής έννομης προστασίας για παραβίαση της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως ηλικίας. Τέλος, ο Ν. 4443/2016 προβλέπει τη λήψη μέτρων προώθησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης μέσω του κοινωνικού διαλόγου και της ευαισθητοποίησης της κοινωνίας, αλλά και μέσω της καθιέρωσης του Συνηγόρου του Πολίτη ως φορέα προώθησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης, με παράλληλη ανάθεση εποπτικών αρμοδιοτήτων στις Ανεξάρτητες Αρχές και σε ειδικούς δημόσιους φορείς και υπηρεσίες.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Anti-discrimination law generally occupies a central role in European social policy. The political, social, economic and demographic conditions that prevailed in Europe in the 90s necessitated an initiative to create a legislative framework of protection against discrimination that would include age as a protected characteristic. Thus, under Article 13 EC, introduced by the Treaty of Amsterdam (1997), Directive 2000/78 was adopted in order to establish a general framework for combating discrimination based on religion or belief, disability, age or sexual orientation in the field of employment and occupation, in order to implement the principle of equal treatment in the Member States and, soon, age was the most "popular" ground of discrimination in the case law of the Court of Justice.In Greek legal system Directive 2000/78 originally was transposed by Law 3304/2005, which was subsequently replaced by Equal Treatment Law 4443/2016, which configured a single scope of equal treatment for ...
Anti-discrimination law generally occupies a central role in European social policy. The political, social, economic and demographic conditions that prevailed in Europe in the 90s necessitated an initiative to create a legislative framework of protection against discrimination that would include age as a protected characteristic. Thus, under Article 13 EC, introduced by the Treaty of Amsterdam (1997), Directive 2000/78 was adopted in order to establish a general framework for combating discrimination based on religion or belief, disability, age or sexual orientation in the field of employment and occupation, in order to implement the principle of equal treatment in the Member States and, soon, age was the most "popular" ground of discrimination in the case law of the Court of Justice.In Greek legal system Directive 2000/78 originally was transposed by Law 3304/2005, which was subsequently replaced by Equal Treatment Law 4443/2016, which configured a single scope of equal treatment for all the reasons listed in the Directive, including age.The person's age as a criterion for different treatment in employment and occupation has specific features compared to other criteria. These specificities are due, first, to the very nature of this constantly changing and fluid characteristic, which does not concern only in specific and clearly defined group but all workers indiscriminately and, secondly, to the fact that age beyond organic is also a social characteristic, differentiated in time and space and, as a result, social age in many cases prevail organic age, in the sense that modern societies tend to categorize young and elderly people based on their age rather than their individual characteristics, producing or reproducing social stereotypes about age, reflected in many cases in legislation as well, particularly in the field of employment and occupation, creating the impression that the age-based differentiations are "reasonable."The legislation against age discrimination, aiming to promote active aging, support the elderly, the creation of a market conducive to social integration and the protection of the values of human dignity and personal autonomy, is precisely trying to define objectively the concept of the prohibited age discrimination in employment and occupation.Within the scope of the prohibition of age discrimination fall all employees in the public and private sector and self-employed, irrespective of age and all stages of employment from recruitment until its dissolution, as well as all types and levels of vocational guidance, vocational training, training and retraining, as well as membership and involvement in an organization of workers or employers or of any professional organization.As to the content of the ban, the principle of equal treatment irrespective of age means the lack of distinction, excluding, in principle, the age from the reasons that the employer may legitimately rely on in order to justify the less favorable treatment of a worker in relation to others. The specific forms of discrimination prohibited by the law is the direct discrimination, the indirect discrimination, the harassment, instructions to discriminate, “discrimination by association”' and “discrimination based on perception” which both are essentially sub-cases of direct and indirect discrimination, and finally, multiple discrimination. Any less favorable treatment does not, however, constitute automatically a prohibited discrimination. Both the Directive, as Equal Treatment Law 4443/2016 provides for exceptions to the principle of equal treatment irrespective of age. Therefore, if an age discrimination is established in principle within the meaning of the relevant provisions, in a later stage of control it is necessary to examine whether that difference in treatment is justified or not, so that in the last single case occur the envisaged legal consequences. The exceptions to the principle of equal treatment irrespective of age laid down in the Directive and Equal Treatment Law 4443/2016 can be classified into three categories. The first category includes two general grounds of justification discrimination relating to all unfair discrimination criteria. The first one relates to the maintenance of public safety, the safeguarding public order, the prevention of criminal offences, the protection of health and the protection of the rights and freedoms of others and the second one relates to cases where the age constitutes a genuine and determining occupational requirement. The second category refers specifically to the prohibition of discrimination on grounds of age, allowing exceptions to a much greater extent than the general exceptions, and includes two specific justification grounds of discrimination. The first is to serve the aims of employment policy, labor market and vocational training and the second refers to the field of integration or acceptance of benefits under occupational social security schemes. Finally, the third category concerns the possibility for Member States to adopt positive measures to prevent or compensate for existing practical disadvantages due to age. All exceptions to the principle of equal treatment essentially reflect a balancing of conflicting interests, the result of which may lead to the justification of different treatment in order to protect legitimate interests of third parties, but also in compliance with the principle of proportionality. In so far as derogations from the principle of equal treatment are concerned it is required to be interpreted strictly.The value of non-discrimination based on age crucially depends on the creation of an effective protection mechanism that should be provided by the legal system to the victims of discrimination, inasmuch as legislation alone, without an apropriate of punishment for the offender and restoration of the victim’s injury can not ensure the prevention or treatment of a breach of the principle of equal treatment. Thus, Directive 2000/78, to defend those affected, provides a series of measures required to be taken by the Member States in order to safeguard their rights better, prevent discrimination and protect the victims of discrimination effectively in the national legal systems. The general framework of legal protection laid down in the Directive includes formulating the necessary administrative and / or judicial proceedings, ensuring organisations to participate in the proceedings in support of victims of discrimination, the reversal of the burden of proof, the protection against victimisation, updating stakeholders, strengthening social dialogue and encourage dialogue with non-governmental organisations, the obligation for Member States to comply with the Directive and the imposition of sanctions by Member States to violators of the principle of equal treatment. In that context, in the Greek legal system, any legislative and regulatory provision which is contrary to the prohibition of age discrimination is considered abolished, while, according under Equal Treatment Law 4443/2016 are prohibited, abolished and become invalid terms and conditions which are included in individual or collective agreements, general terms and conditions, internal rules of undertakings, statutory or non-profit organisations, independent professional organisations and trade unions of workers and employers and are contrary to the principle of equal treatment irrespective of age.Also, as mentioned above, Directive 2000/78 provides, in addition to the repeal or invalidity of the national provisions contrary to the principle of equal treatment and the imposition of sanctions. The choice of the type and the detailed definition of sanctions lies within the discretion of the Member States. Those sanctions should, however, be effective, proportionate and dissuasive. Equal Treatment Law 4443/2016 expressly provides only administrative sanctions for breaching the prohibition of age discrimination in employment and occupation. Civil legal consequences are not explicitly laid down by Equal Treatment Law 4443/2016, but that does not mean that their application is excluded. Thus, the person concerned, depending on the manner in which the unlawful conduct occurs, may apply for legal protection under the provisions of labour law or the general applicable provisions of the Civil Code and if the employer is the State or public entities under the civil liability provisions of the State.Furthermore, the legal protection of the affected is supplemented by a procedural framework including evidentiary facilities for the victim of age discrimination, the possibility of representation of the injured party before judicial and administrative authorities by trade unions and non-governmental organisations and protection against victimisation as a reaction to a complaint within the workplace or to any legal proceedings aimed at enforcing compliance with the principle of equal treatment irrespective of age.Finally, Equal Treatment Law 4443/2016 provides measures to promote the principle of equal treatment through social dialogue and societal engagement raising awareness, but also through the establishment of the Greek Ombudsman as an equality body promoting the principle of equal treatment, while assigning at the same time supervisory responsibilities to the Independent Authorities and to specific public bodies and services.
περισσότερα